-
1 ὁλό-κληρος
ὁλό-κληρος, in allen seinen Theilen unversehrt, integer; καὶ ὑγιής, Plat. Tim. 44 c; καὶ γνήσιον, Legg. VI, 759 c; καὶ ἀπαϑεῖς κακῶν, Phaedr. 250 c; öfter bei Sp.: εὔκλειαν ὁλόκληρον περιποιήσασϑαι, Pol. 18, 28, 9; Πέρσαις ἀνανεώσασϑαι πᾶσαν ὁλόκληρον, ἣν πρότερον ἔσχον, ἀρχήν, Hdn. 6, 2, 6; ἐν ὁλοκλήρῳ δέρματι, Luc. Philops. 8. – Adv., S. Emp. pyrrh. 3, 226.
-
2 κλῆρος
Grammatical information: m.Meaning: `lot, allotment, inheritance, piece of ground' (Il.), `(Christian) clergy' (Just.).Other forms: Dor. κλᾶροςCompounds: Compp., e. g. κληρο-, κλᾱρο-νόμος `heir' with - νομέω, - νομία, - νομικός a. o. (IA, Dor.); ἄ-κληρος `without lot, without inheritance, poor' (λ 490); but ναύ-κληρος, -κλᾱρος from ναύ-κρᾱρος (s. v.); after this also ὁλό-κληρος `complete' (IA.) from *ὁλό-κρᾱρος? (Debrunner Phil. 95, 174ff.); against this with good grounds W. den Boer Mnemos. 3: 13, 143f.Derivatives: Diminut. κληρίον (AP, pap.), Dor. κλᾱρίον `notes for debt' (Plu. Agis 13); adj. κληρικός `belonging to a\/the κλ.' (Vett. Val.); denomin. verb κληρόω, κλᾱρόω `cast lots, choose by lot', midd. `have allotted one, obtain by lot' (IA., Dor.) with κλήρωσις `choosing by lot', κληρωτήριον `urn for casting lots, room for voting', κληρωτός `who can\/is chosen by lot' (IA.).Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]Etymology: Prop. "sherd of stone, piece of wood" (used as lot). Identical with a Celtic word for `table': OIr. clār, Welsh claur, and as expression of the cartwright Bret. kleur `pitch-fork of a wagon'; the Celtic words seem only very remotely cognate if at all (a `table' is hardly a piece broken off). Connected with κλάω `break off' with the same ablaut as in κλῆ-μα, κλᾶ-μα, Lat. clā-d-ēs. Further s. κλάω, but see my doubts there.Page in Frisk: 1,872-873Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > κλῆρος
-
3 ὁλόκληρος
ὁλό-κληρος, in allen seinen Teilen unversehrt, integer -
4 ὅλος
Grammatical information: adj.Meaning: `complete, whole' ( ρ 343 a. ω 118), Att., Hdt.), οὖλε voc. `salve' (ω 402; Schwyzer 723 n. 5).Other forms: οὖλος (ep. ion.).Compounds: Often as 1. member, almost only hell. a. late (for παν-, Leumann Hom. Wörter 105), e.g. ὁλό-κληρος (s. κλῆρος), ὁλο-σχερής (s. ἐπισχερώ), ὁλοκόττινος (s. v.).Derivatives: ὁλό-της, - ητος f. `wholeness' (Arist.; cf. below), ὁλόομαι `to be constituted as a whole' with ὅλωσις f. (Dam.), οὑλέω in οὑλείοιεν ἐν ὑγείᾳ φυλάσσοιεν H. -- Besides ὁλοός = φρόνιμος καὶ ἀγαθός (Suid., H.) with ὁλοεῖται ὑγιαίνει H. -- Uncertain Οὔλιος Ion. surname of Apollon, after Str. 14, 635 a. Suid. as healing god; cf. 3. οὖλος.Origin: IE [Indo-European] [979] *solu̯o- `whole'Etymology: Identical with Skt. sárva-, Av. haurva- `unharmed, whole' (sárva- second. `all, every'): IE *sólu̯o-s. With ὁλό-της agree Av. haurva-tāt- and Skt. sarvá-tāt(-i)- f. `unharmed-ness, wholeness etc.', prob. as independent innovations. Beside it with unexplained a-vowel Lat. salvus `sound, save' and, with disyll. stem, Osc. σαλαϜς `id.', Päl. Salavatur `Salvator', (not to a disyll. ὁλο(Ϝ)-ός, which does not exist, to which Frisk refers). In vocal. unclear (IE ο̆ or ᾰ?) are Toch. A salu `whole' (beside B solme), Alb. i gjallë `alive, lively' (Mann Lang. 28, 39). Several more forms, for Greek unimportant, in WP. 2, 510ff., Pok. 979f., W.-Hofmann s. salvus; with rich lit. Details in Ernout-Meillet s. saluus.Page in Frisk: 2,381Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ὅλος
-
5 ολοκληρος
-
6 ὁλόκληρος
ὁλόκληρος, ον (ὅλος, κλῆρος; Pla.; Polyb. 18, 45, 9; Ps.-Lucian, Macrob. 2; Epict. 3, 26, 7; 25; 4, 1, 66; 151; OGI 519, 14; SIG 1009, 10; 1012, 9 al., s. New Docs 4, 161f; PLond III, 935, 7 p. 30 [216/17 A.D.]; POxy 57, 13; LXX; Philo, Abr. 47, Spec. Leg. 1, 283; Jos., Ant. 3, 228; 278; 14, 366; Just., D. 69, 7) pert. to being complete and meeting all expectations, with integrity, whole, complete, undamaged, intact, blameless πίστις undiminished faith Hm 5, 2, 3; GJs 16:2. In an ethical sense: ὁλ. ὑμῶν τὸ πνεῦμα … τηρηθείη may your spirit … be preserved complete or sound 1 Th 5:23 (PGM 7, 590 διαφύλασσέ μου τὸ σῶμα, τὴν ψυχὴν ὁλόκληρον.—PvanStempvoort, NTS 7, ’60/61, 262–65: connects πνεῦμα and ἁγιάσαι in 1 Th 5:23). W. τέλειος Js 1:4.—B. 919. DELG s.v. ὅλο. M-M. TW. Spicq. Sv.
См. также в других словарях:
ισόκληρος — ἰσόκληρος, ον (Α) ίσος κατά τον κλήρο, κατά την περιουσία, ισοκληρονόμος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + κλήρος (< κλῆρος), πρβλ. ολιγό κληρος, ολό κληρος] … Dictionary of Greek
μεσόκληρος — μεσόκληρος, ον (Μ) μέσος, μεσαίος, αυτός που ανήκει στον μέσο κλήρο («γῆς μεσοκλήρου δίκην», Γ. Πισίδ.)· [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο) * + κλῆρος (πρβλ. από κληρος, ολό κληρος)] … Dictionary of Greek
Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
Μεξικό — Κράτος του νότιου τμήματος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τις ΗΠΑ και στα Ν με την Μπελίζ και τη Γουατεμάλα. Βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό και στα Α από τον κόλπο του Μεξικού.O ποταμός Pίο Γκράντε αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… … Dictionary of Greek
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
Φινλανδία — H Φινλανδία, που οι Φινλανδοί την αποκαλούν «Σουόμι», απλώνεται στο βορειοδυτικό άκρο της μεγάλης ρωσικής πεδιάδας και προβάλλει με χίλια χιλιόμετρα παραλίας, στους κόλπους της Φινλανδίας (Φιννικός) και της Bοθνίας (Bοθνικός). Tα ηπειρωτικά… … Dictionary of Greek
Πολωνία — Κράτος της Κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Δ με τη Γερμανία και την Τσεχία, στα ΒΑ με τη Ρωσία και τη Λιθουανία, στα Α με τη Λευκορωσία και την Ουκρανία στα Ν με τη Σλοβακία, ενώ βρέχεται στα Β από τη Βαλτική θάλασσα.H Πολωνία καταλαμβάνει, στη… … Dictionary of Greek
κύπρος — I Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Μεσογείου. Βρίσκεται Δ της Συρίας και Ν της Τουρκίας.Η Κ. είναι το τρίτο σε μέγεθος νησί της Μεσογείου και ανήκει γεωγραφικά μεν στη Μικρά Ασία, πολιτικά όμως στην Ευρώπη. Ο πληθυσμός της είναι 80% Ελληνοκύπριοι … Dictionary of Greek