-
1 νομικός
νομικός, ή, όν (νόμος; Pla., Aristot. et al.; ins [Hatch 134ff]; pap, e.g. PMich XIII 659, 319; 668, 9 [both VI A.D.] al.; 4 Macc 5:4; SibOr 8, 112; Mel., P. 94, 713 ἐν πόλει νομικῇ).① pert. to matters relating to law, about law (ἐν ταῖς ν. καὶ προφητικαῖς γραφαῖς Orig., C. Cels. 2, 76, 9) μάχαι ν. quarrels about the law (i.e. the validity of the [Mosaic?] law) Tit 3:9 (cp. Philostrat., Vitae Sophist. 1, 22, 1 ἀγῶνες ν.).② pert. to being well informed about law, learned in the law, hence subst. ὁ νομικός legal expert, jurist, lawyer (Strabo 12, 2, 9; Epict. 2, 13, 6–8; IMagnMai 191, 4 [s. Thieme 37]; other exx. from inscriptions in LRobert, Hellenica I 62, 9; BGU 326 II, 22; 361 III, 2; POxy 237 VIII, 2; CPR I, 18, 24 al. in pap; 4 Macc 5:4); Tit 3:13 mentions a certain Zenas the ν., but it is not clear whether he was expert in Mosaic or non-Mosaic (in the latter case most prob. Roman) law.—Elsewh. in the NT only once in Mt and several times in Lk, always of those expert in Mosaic law: Mt 22:35; Lk 10:25. Pl. 11:45f, 52; 14:3. Cp. PEg2 2. Mentioned w. Pharisees 7:30; 11:53 D; 14:3.—Schürer II 320–80, esp. 324 n. 4; GRuderg, ConNeot II ’36, 41f; Kilpatrick s.v. γραμματεύς.—B. 1424. New Docs 2, 89. DELG s.v. νέμω Ic. M-M. TW. -
2 νομικός
νομικός, die Gesetze betreffend, gesetzlich; ἐν τοιούτοις ἤϑεσι τέϑραφϑε νομικοῖς, Plat. Legg. I, 625 a; δίκαιον, dem φυσικόν entggstzt, Arist. eth. 5, 7; öfter bei Sp., wie N. T.; besonders = in den Gesetzen erfahren, rechtskundig, Alexis in Phot. lex., der ἐπιστήμων τῶν νόμων erklärt, u. Sp., wie Plut. Sull. 36; τὸν νομικὸν κάλει, Agath. 69 (XI, 382). Bei Plat. Muos 317 e spielt es in die Bdtg »vertheilend« hinüber; ἡ νομική, die Rechtswissenschaft, Rechtskunde, Sp.; auch adv. νομικῶς, gesetzlich, Arist. eth. 8, 7; Plut.
-
3 νομικος
31) основанный на законах, юридический, правовой Plat., Arst.2) сведущий в законах Plat. etc. -
4 νομικός
νομικόςrelating to laws: masc nom sg -
5 νομικός
-
6 νομικός
η, ό[ν] 1. правовой; юридический;νομική σχολή — юридический факультет;
γραφείο νομικών συμβουλών — юридическая консультация;
νομικός σύμβουλος — юрисконсульт;
νομικό ζήτημα — правовой вопрос;
νομικές αρχές (σχέσεις) — правовые нормы (отношения);
νομικό πρόσωπο — юридическое лицо;
νομική επιστήμη — юриспруденция, законоведение;
2. (ο) юрист, законовед -
7 νομικός
{прил., 9}1. относящийся к закону, о законе;2. сведущий в законе; как сущ. законник.Синонимы: 1122 ( γραμματεύς), 3547 ( νομοδιδάσκαλος).Ссылки: Мф. 22:35; Лк. 7:30; 10:25; 11:45, 46, 52; 14:3; Тит. 3:9, 13.*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > νομικός
-
8 νομικός
{прил., 9}1. относящийся к закону, о законе;2. сведущий в законе; как сущ. законник.Синонимы: 1122 ( γραμματεύς), 3547 ( νομοδιδάσκαλος).Ссылки: Мф. 22:35; Лк. 7:30; 10:25; 11:45, 46, 52; 14:3; Тит. 3:9, 13.*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > νομικός
-
9 νομικὸς
законникνομικόςΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > νομικὸς
-
10 νομικός
законникνομικὸςΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > νομικός
-
11 νομικός
1. относящий к закону, о законе; 2. сведущий в законе; как сущ. законник; син. γραμματεύς, νομοδιδάσκαλος.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > νομικός
-
12 νομικός
[номикос] ουσ. правовед, юрист,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > νομικός
-
13 νομικός
-
14 νομικός
[номикос] ουσ правовед, юрист. -
15 νομικός
A relating to laws, αἴτια, title of work by Democritus; resting on law, ; conventional, ν. δίκαιον, opp. φυσικόν, Arist.EN 1134b20; ν. φιλία, opp. ἠθική, ib. 1162b23. Adv. - κῶς after the manner of law, i.e. in a broad, general way, Id.Pol. 1341b31.2 forensic,μάχαι Ep.Tit.3.9
; ἀγῶνες, opp. λογικοί, ἠθικοί, Philostr.VS1.22.1; relating to points of law (opp. matters of fact), στάσις, ζήτημα, Hermog.Stat.2,3; ν. ὀνόματα law-terms, Id.Meth.2;τὰ ν.
law matters,Phld.
Rh.1.37 S., Plu.Cic.26. Adv.- κῶς
by legal process,Id.
2.533b.II learned in the law, Alex.39, Pl.Min. 317e ([comp] Sup.); doctor of the Jewish law, Ev.Matt.22.35,al.3 legal adviser, assessor of a magistrate, Mitteis Chr. 372 iii 18 (ii A.D.), etc.;ν. ἄριστος CIG2787
([place name] Aphrodisias), cf. BGU 361 iii 2 (ii A.D.), etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > νομικός
-
16 νομικός
légal -
17 προ-οικο-νομικός
προ-οικο-νομικός, ή, όν, vorbereitend, im adv. Schol. Soph. El. 451.
-
18 πατρο-νομικός
πατρο-νομικός, ή, όν, zum πατρονόμος od. zur πατρονομία gehörig, Plat. Legg. XI, 927 e, ἡ πατρ., = Vorigem.
-
19 πεζο-νομικός
πεζο-νομικός, ή, όν, zum Weiden oder Halten von Landthieren gehörig; Plat. Polit. 267 b; ἐπιστήμη, 265 c.
-
20 συν-νομικός
συν-νομικός, ή, όν, zum Mitweiden gehörig; ἡ συννομική, sc. τέχνη, die Kunst zusammenweiden zu lassen, was sich zusammenschickt, Plat. Polit. 268 c, nach der vulg. S. συννομή.
См. также в других словарях:
νομικός — relating to laws masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νομικός — ή, ό, θηλ. και ός, μόνο ως ουσ. (Α νομικός, ή, όν) [νόμος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον νόμο ή σε ζητήματα σχετικά με τους νόμους (α. «νομικός σύμβουλος» β. «ἤθεσι τέθραφθε νομικοῑς σύ τε καὶ ὅδε», Πλάτ.) 2. αυτός που οφείλει την ύπαρξή… … Dictionary of Greek
νομικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους νόμους: Αυτό είναι νομικό θέμα. 2. αυτός που υπάρχει κατά το νόμο: Τα σωματεία είναι νομικά πρόσωπα. 3. ως ουσ., νομικός, ο, η επιστήμονας που ασχολείται με τη μελέτη, την ερμηνεία και εφαρμογή των… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Νομικός, Χριστόφορος — (1883 – 1951). Ιστορικός συγγραφέας. Ο Χ.Ν. είναι ο μόνος Έλληνας ιστορικός που ασχολήθηκε αποκλειστικά με την ιστορία των Αράβων. Ζούσε στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου και, παράλληλα προς την επαγγελματική του δραστηριότητα, ενδιαφέρθηκε αρχικά με … Dictionary of Greek
νομικά — νομικός relating to laws neut nom/voc/acc pl νομικά̱ , νομικός relating to laws fem nom/voc/acc dual νομικά̱ , νομικός relating to laws fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νομικώτερον — νομικός relating to laws adverbial comp νομικός relating to laws masc acc comp sg νομικός relating to laws neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νομικῶν — νομικός relating to laws fem gen pl νομικός relating to laws masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νομικόν — νομικός relating to laws masc acc sg νομικός relating to laws neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νομικώτατα — νομικός relating to laws adverbial superl νομικός relating to laws neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αυτοβοήθεια — Νομικός όρος που σημαίνει το δικαίωμα που έχει ένα άτομο να υπερασπίζεται τον εαυτό του, όταν η ζωή του ή η ελευθερία του βρίσκονται σε κίνδυνο εξαιτίας των εχθρικών ενεργειών κάποιου άλλου ή άλλων ατόμων. Η α. αποτελεί, κατ’ επέκταση, δικαίωμα… … Dictionary of Greek
δυσφήμηση — Νομικός όρος που αναφέρεται στη διάδοση μιας πληροφορίας που μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη ενός άλλου προσώπου. Σύμφωνα με τον Ποινικό Κώδικα, η δ. αποτελεί αξιόποινο αδίκημα που τιμωρείται με φυλάκιση ή με χρηματική ποινή ή και με τις… … Dictionary of Greek