-
1 οπωρα
ион. ὀπώρη ἥ1) конец лета или ранняя осень (третье из семи времен года греч. календаря - между θέρος и φθινόπωρον, т.е. конец июля, август и начало сентября, от восхождения Сириуса до восхождения Арктура): (ἀστήρ, sc. Σείριος), ὅς ῥά τ΄ ὀπώρης εἶσιν Hom. звезда Сириус, которая восходит поздним летом2) время сбора плодов(ἐπ΄ ὀκτὼ μῆνας Κυρηναίους ὀ. ἐπέχει Her.)
3) возмужалость, расцвет юности Pind., Aesch.4) плоды Soph., Plat. etc.ὀ. Βακχίας ἀπ΄ ἀμπέλου Soph. — виноград
-
2 Οπωρα
-
3 ὀπώρα
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ὀπώρα
-
4 οπώρα
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > οπώρα
-
5 οπώρα
η см. οπωρικό[ν] -
6 ὀπώρα
1. время сбора плодов; 2. зрелый плод.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ὀπώρα
-
7 ὀπώρα
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ὀπώρα
-
8 οπωρη
-
9 αγροικος
или ἄγροικος 21) деревенский, сельский(βίος Arph.; δίαιτα Plut.)
2) ( в отличие от γενναῖος) дикорастущий, полевой(ὀπώρα Plat.)
3) невозделанный, дикий(ὄρος Thuc. - v. l. Ἀγραικός)
4) мужицкий, грубый, некультурный(ἄ. καὴ δυσμαθής Arph.; ἀ. καὴ ἀπαίδευτος Plat.; ἀγράμματος καὴ ἀ. Plut.)
-
10 ευφυλακτος
21) который можно легко уберечь, успешно охраняемый(ὀπώρα εὐ. οὐδαμῶς Aesch.; νεώρια Thuc.)
2) хорошо укрытый, надежно защищенный(ἥ καρδία ὥσπερ ἀχρόπολις τοῦ σώματος Arst.; ἐν εὐφυλάκτῳ εἶναι Eur.)
3) удобный для несения сторожевой службы, выгодный в качестве наблюдательного поста(ἥ Κῶς Thuc.)
4) от которого легко уберечься, легко избегаемый(τέλμα οὐκ εὐφύλακτον Plut.)
εὐφυλακτότερον τὸ καθόλου συμβαῖνον ἐν τοῖς ἐλέγχοις Arst. — в опровержениях легче избежать общих утверждений -
11 εφωριος
-
12 ζειδωρος
-
13 μνηστειρα
-
14 οπωρινος
-
15 ωριμος
-
16 3703
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 3703
См. также в других словарях:
ὀπώρα — ὀπώρᾱ , ὀπώρα the part of the year between the rising of Sirius and of Arcturus fem nom/voc/acc dual ὀπώρᾱ , ὀπώρα the part of the year between the rising of Sirius and of Arcturus fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ὀπώρα — Ὀπώρᾱ , Ὀπώρη fem nom/voc/acc dual Ὀπώρᾱ , Ὀπώρη fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀπώρᾳ — ὀπώρᾱͅ , ὀπώρα the part of the year between the rising of Sirius and of Arcturus fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ὀπώρᾳ — Ὀπώρᾱͅ , Ὀπώρη fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οπώρα — η (ΑΜ ὀπώρα, Α και ὁπώρα, ιων. τ. ὀπώρη, λακων. τ. ὀπάρα) εδώδιμος καρπός ξυλώδους ή ποώδους φυτού, φρούτο μσν. αρχ. η εποχή τού έτους από την επιτολή τού Σειρίου μέχρι την επιτολή τού Αρκτούρου, το δεύτερο μέρος τού καλοκαιριού, δηλ. το διάστημα … Dictionary of Greek
οπώρα — η καρπός φυτού που τρώγεται ωμός, αλλ. φρούτο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὀπώρας — ὀπώρᾱς , ὀπώρα the part of the year between the rising of Sirius and of Arcturus fem acc pl ὀπώρᾱς , ὀπώρα the part of the year between the rising of Sirius and of Arcturus fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κὠπώραν — ὀπώρᾱν , ὀπώρα the part of the year between the rising of Sirius and of Arcturus fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀπώραν — ὀπώρᾱν , ὀπώρα the part of the year between the rising of Sirius and of Arcturus fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ὀπώρας — Ὀπώρᾱς , Ὀπώρη fem acc pl Ὀπώρᾱς , Ὀπώρη fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀπωρέων — ὀπώρα the part of the year between the rising of Sirius and of Arcturus fem gen pl (epic ionic) ὀπωρεύς masc gen pl ὀπωρέω̆ν , ὀπωρεύς masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)