-
1 αγροικος
или ἄγροικος 21) деревенский, сельский(βίος Arph.; δίαιτα Plut.)
2) ( в отличие от γενναῖος) дикорастущий, полевой(ὀπώρα Plat.)
3) невозделанный, дикий(ὄρος Thuc. - v. l. Ἀγραικός)
4) мужицкий, грубый, некультурный(ἄ. καὴ δυσμαθής Arph.; ἀ. καὴ ἀπαίδευτος Plat.; ἀγράμματος καὴ ἀ. Plut.)
См. также в других словарях:
Μοσσύνοικοι — Μοσσύνοικοι, οι (Α) ασιατικός λαός που κατοικούσε στα νοτιοανατολικά τής Μαύρης Θάλασσας, κοντά στους Κόλχους και Τιβαρηνούς, και ο οποίος πήρε την ονομασία του από τους μόσσυνας, δηλ. τους ψηλούς ξύλινους πύργους, στους οποίους κατοικούσαν.… … Dictionary of Greek
χαλκίοικος — Επίκληση της θεάς Αθηνάς, πολιούχου της ακρόπολης της Σπάρτης. Ο εκεί ναός ήταν σκεπασμένος με χάλκινα ελάσματα. Το χάλκινο είδωλο της θεάς ήταν έργο του Γιτιάδα, που φαίνεται ότι ήταν και αρχιτέκτονας του ναού. * * * ον, Α (το θηλ. ως προσωνυμία … Dictionary of Greek
οικέτης — οἰκέτης, ὁ, θηλ. οἰκέτις και οἰκέτισσα (ΑΜ, Α και οἰκότης) μσν. μτφ. ο άγιος ως υπηρέτης τής εκκλησίας αρχ. 1. δούλος που έμενε και υπηρετούσε στο σπίτι στο οποίο συχνά είχε γεννηθεί και ανατραφεί 2. (ποιητ. και ως επίθ.) σπιτικός («ἐν θεοῡ… … Dictionary of Greek