-
1 οξυτατος
-
2 οξύτατος
-
3 ὀξύτατος
-
4 οξυς
1) острый(πέλεκυς, ξίφος Hom.; γωνία Arst.; ῥομφαία NT.)
; острый, остроконечный(δόρυ, κορυφέ σκοπέλου Hom.; ὄνυχες λεόντων Pind.)
2) острый, мучительный(ὀδύναι, μελεδῶναι Hom.)
3) жестокий, тяжелый(ἀγών Plut.)
4) жгучий, палящий(ἀκτῖνες Pind.; ἥλιος Anth.)
5) резкий, пронизывающий(χιών Pind.; νότος Soph.)
6) ослепительный, яркий(αὐγέ ἠελίοιο Hom.; χροιαί Arst.; πορφύρα Plut.)
7) пронзительный, резкий, громкий(ἀϋτή Hom.; μέλος Arph.)
8) муз. высокий, тонкий(χορδή Plat.; φωνή Arst.)
9) острый (на вкус), пряный(φακῆ Xen.)
10) терпкий(οἶνος Xen.)
11) кислый(ζύμωμα Plat.)
12) изощренный, зоркий(ὄμμα Pind.; ὄψις Plat.)
13) острый, едкий(ὀσμή Arst.)
14) пылкий, горячий, страстный(μένος HH.; θυμός Soph.)
15) быстрый, проворный, стремительный, резвый(ἵπποι Her.; πόδες NT.)
16) восприимчивый, способный(εἰς πάντα τὰ μαθήματα Plat.)
ὀξύτατος γνῶναι τὰ ῥηθέντα Dem. — умеющий отлично понимать сказанное;τὰς ἐνθυμήσεις ὀ. Luc. — быстро соображающий17) бурный(μανία Pind.)
18) обостренный, настороженный -
5 ὀξύς
ὀξύς, εῖα, ύ, sup. ὀξύτατος: sharp, of weapons and other implements, crags, hill-tops, Od. 5.411, Od. 12.74; metaph., of light, pains, sounds, etc., ‘keen,’ ‘piercing,’ Il. 17.372, Od. 11.208; ‘fierce’ Ares, Il. 11.836; neut. as adv., ὀξύ and ὀξέα, met. as above, προϊδεῖν, νοεῖν, βοᾶν, Od. 5.393, Γ 3, Il. 17.89.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ὀξύς
См. также в других словарях:
ὀξύτατος — ὀξύς 2 sharp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαπασών — Αναλλοίωτος ήχος, που χρησιμεύει για τη σωστή τονοδότηση των μουσικών οργάνων. Η συχνότητά του καθορίστηκε από την Ακαδημία του Παρισιού, έτσι ώστε να δίνει τον φθόγγο σε Λα3 με 435 διπλές παλμικές κινήσεις ανά δευτερόλεπτο. Αργότερα, και ύστερα… … Dictionary of Greek
υπέροξυς — εῑα, υ, Α [ὀξύς] υπερβολικά οξύς, οξύτατος, σφοδρότατος («πυρετοὶ ὑπερόξεες», Ιπποκρ.) … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Οικονομία (Νεότεροι χρόνοι) — Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΤΗΣ ΝΕΟΤΕΡΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ Η περίοδος 1830 1992 Η Επανάσταση του 1821 οδήγησε στην επίσημη ίδρυση του νεοελληνικού κράτους, το 1830, κατόπιν της επέμβασης των Προστάτιδων Δυνάμεων (Αγγλίας, Γαλλίας, Ρωσίας). Η χώρα τότε περιελάμβανε την… … Dictionary of Greek
Μεξικό — Κράτος του νότιου τμήματος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τις ΗΠΑ και στα Ν με την Μπελίζ και τη Γουατεμάλα. Βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό και στα Α από τον κόλπο του Μεξικού.O ποταμός Pίο Γκράντε αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο… … Dictionary of Greek
Μυθιστόρημα του Ρόδου — (Roman de la Rose). Αλληγορικό και διδακτικό γαλλικό μεσαιωνικό ποίημα, έργο δύο στιχουργών: του Γκιγιόμ ντε Λορίς ο οποίος άρχισε να το γράφει περίπου το 1230, αφήνοντας το με τον θάνατό του ημιτελές (4.058 στίχοι) και του Ζαν ντε Μενγκ, ο… … Dictionary of Greek
ԱՐԱԳԱԳՈՅՆ — ( ) NBH 1 0336 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 8c ա. ὁξύτερος, κουφότερος, ὁξύτατος, σύντονος velocior, levior, velocissimus, vehemens Առաւել կամ յոյժ արագ. թեթեւագոյն. *Արագագոյն քան զարծւիս երիվարք նորա. Երեմ. ՟Դ 13:… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ԱՐԱԳԵՂ — ( ) NBH 1 0337 Chronological Sequence: 6c ա. ὁξύτατος velocissimus Արագ յոյժ. ամենայնիւ արագ. *Արագեղ, յամրեղ. Թր. քեր … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ՄԱԿՍԱՍՏԿՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 2 0195 Chronological Sequence: 6c, 10c գ. ἑπίτασις intentio, vehementia. (վրիպակաւ գրի եւ Մակսաստութիւն.) Առաւել սաստկութիւն. ուժգնութիւն. առաւելութիւն. գերազանցութիւն. *Գերադրական է մակսաստկութիւն (կամ մակասաստկութիւն) միոյ առ բազումս… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ՍԱՅՐԱՍՈՒՐ — ( ) NBH 2 0692 Chronological Sequence: Unknown date, 10c, 12c ա. ὁξύς, ὁξύτατος, ἅποξυς acutus, acutissimus, acuminatus. Որոյ սայրն կամ բերանն է սու՛ր կամ սրեալ. հատու, բերանը կամ ճոթը բարակ՝ սուր՝ սրած. ... *Բայց զու տե՛ս զնոցա հանդէսն սայրասուր … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
διαπασών — η ή το άκλ. (μουσ.) 1. μικρή μουσική σφυρίχτρα που παράγει το φθόγγο λα. 2. ο ανώτατος, ο οξύτατος τόνος ήχου: Μην ανοίγεις την τηλεόραση στη διαπασών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)