-
1 φακή
φακῆdish of lentils: fem nom /voc sg (attic epic ionic)——————φακῆdish of lentils: fem dat sg (attic epic ionic) -
2 φακη
-
3 φακῆ
-
4 φακῆ
A dish of lentils ([etym.] φακοί), lentil-soup, Ar.Eq. 1007, V. 811, al., Diocl.Fr.141, PHib.1.112.77 (iii B. C.), etc.; in parodies of Trag.Adesp.89,92 ap.Ath.4.156f: prov. τοὐπὶ τῇ φ. μύρον 'pearls before swine', Sopat.14, Clearch.53, Cic.Att.1.19.2; title of Menippean satire by Varro;ὅταν φακῆν ἕψητε μὴ 'πιχεῖν μύρον Stratt.45
. -
5 φακῆ
-
6 φακῆ
Βλ. λ. φακή -
7 φακῇ
Βλ. λ. φακή -
8 φακή
η чечевица;§ παλληκάρι της φακής — хвастун, бахвал;
αντί πινακίου φακής ( — продать кого-л.) за чечевичную похлёбку
-
9 φακή
[факи] ουσ. Θ. чечевица,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > φακή
-
10 φακή
[факи] ουσ θ чечевица. -
11 φακή
mercimek -
12 φακή
lentille -
13 πολφο-φάκη
πολφο-φάκη, ἡ, Gericht von Fadennudeln u. Hülsenfrüchten, Poll. 6, 61. Vgl. βολβοφακῆ.
-
14 τευτλο-φάκη
τευτλο-φάκη, ἡ, ein aus Mangold u. Linsen bereitetes Gericht, Diosc.
-
15 κολπο-φακῆ
κολπο-φακῆ, ἡ, kom. Wortspiel mit βολβοφακῆ, Ath. XIII, 584 d.
-
16 βολβο-φακῆ
βολβο-φακῆ, ἡ, Zwiebelbohnenbrei, Ath. IV, 158 b; XIII, 584 d. Vgl. πολφοφακῆ.
-
17 ἀ-φάκη
ἀ-φάκη (φακός), ἡ, ein linsenartiges Schotengewächs, Vogelwicke, Theophr.; Ath. IX, 406 c; leontodon taraxacon, Theophr.
-
18 lentille
φακή -
19 φακά
φακῆdish of lentils: fem nom /voc /acc dual (attic doric)φακῆdish of lentils: fem nom /voc sg (doric) -
20 φακᾶ
φακῆdish of lentils: fem nom /voc /acc dual (attic doric)φακῆdish of lentils: fem nom /voc sg (doric)
См. также в других словарях:
φακῆ — dish of lentils fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φακῇ — φακῆ dish of lentils fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φακή — Ποώδες φυτό της οικογένειας ή υποοικογένειας των ψυχανθών ή παπιλιονιδών (δικοτυλήδονα)· με το ίδιο όνομα αναφέρονται και τα εδώδιμα σπέρματα του φυτού. Η φ. έχει φύλλα φτερωτά αρτιόληκτα, με φυλλάρια ωοειδή προμήκη, μικρά· το επάκριο φυλλάριο… … Dictionary of Greek
φακή — η 1. είδος θρεπτικού όσπριου της οικογένειας Ψυχανθή. 2. ο καρπός αυτού του όσπριου. 3. φαγητό με αυτό το όσπριο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φακᾶ — φακῆ dish of lentils fem nom/voc/acc dual (attic doric) φακῆ dish of lentils fem nom/voc sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φακᾶς — φακῆ dish of lentils fem acc pl (attic doric) φακῆ dish of lentils fem gen sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φακῆι — φακῇ , φακῆ dish of lentils fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φακαῖ — φακῆ dish of lentils fem nom/voc pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φακῆν — φακῆ dish of lentils fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φακῆς — φακῆ dish of lentils fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φακός — Οπτικό σύστημα από ένα οπτικό ομοιογενές διαφανές μέσο, που καταλήγει σε δυο επιφάνειες (πλευρές)· οι φ. χρησιμοποιούνται μεμονωμένοι (π.χ. μεγεθυντικοί φ.) ή ως μέρη σύνθετων οπτικών συστημάτων με σκοπό να δώσουν στον παρατηρητή μια προσιτή… … Dictionary of Greek