Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

ὀμφᾰκίᾱς

См. также в других словарях:

  • ομφακίας — ὀμφακίας, ὁ (Α) 1. υπόξινος οίνος παρασκευασμένος από άγουρα σταφύλια, χυμός από άγουρα σταφύλια 2. (ως επίθ. αρσ.) μτφ. οξύς, δριμύς, τραχύς, αυστηρός («δεινὸν γὰρ οὕτως ὀμφακίαν πεφυκέναι τὸν θυμὸν ἀνδρῶν», Αριστοφ.) 3. φρ. «ὀμφακίαι νεκροί»… …   Dictionary of Greek

  • ὀμφακίας — ὀμφακίᾱς , ὀμφάκιος fem acc pl ὀμφακίᾱς , ὀμφάκιος fem gen sg (attic doric aeolic) ὀμφακίᾱς , ὀμφακίας wine from unripe grapes masc acc pl ὀμφακίᾱς , ὀμφακίας wine from unripe grapes masc nom sg (attic epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀμφακίαν — ὀμφακίᾱν , ὀμφάκιος fem acc sg (attic doric aeolic) ὀμφακίᾱν , ὀμφακίας wine from unripe grapes masc acc sg (attic epic doric aeolic) ὀμφακίας wine from unripe grapes masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀμφακίᾳ — ὀμφακίᾱͅ , ὀμφάκιος fem dat sg (attic doric aeolic) ὀμφακίαι , ὀμφακίας wine from unripe grapes masc nom/voc pl ὀμφακίᾱͅ , ὀμφακίας wine from unripe grapes masc dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ομφακίτης — ο (ΑΜ ὀμφακίτης, Α θηλ. ὀμφακῑτις, ίτιδος) αργιλοπυριτικό ορυκτό τού σιδήρου και τού μαγνησίου, που περιέχει ασβέστιο και νάτριο και ανήκει στην ομάδα τών πυροξένων μσν. αρχ. οίνος που παρασκευαζόταν από άγουρα σταφύλια, ομφακίας αρχ. 1.… …   Dictionary of Greek

  • πάροξυς — υ, γεν. έος, Α [οξύς] 1. (για σπασμένο, με κάταγμα οστό) αιχμηρός, οξύς, που απολήγει σε οξύ άκρο 2. μτφ. (για πρόσ.) οξύθυμος, ευέξαπτος, ευερέθιστος, αψύς, ορμητικός 3. (κατά τον Ησύχ.) «ὀμφακίας»* …   Dictionary of Greek

  • ὀμφακίου — ὀμφάκιον juice of unripe grapes neut gen sg ὀμφάκιος masc/neut gen sg ὀμφακίας wine from unripe grapes masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»