-
1 νεκροὶ
мертвыеνεκροίΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > νεκροὶ
-
2 νεκροί
мертвыеνεκροὶΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > νεκροί
-
3 αιματοσταγης
-
4 ακεφαλος
21) безголовыйοἱ ἀκέφαλοι Her. «безголовые» ( мифическое племя в Ливии)
2) обезглавленный(νεκροί, σώματα Plut.)
3) не имеющий начала или конца(λόγος, μῦθος Plat., Luc.)
ἀ. στίχος Plut. — гексаметр, начинающийся коротким слогом -
5 αφραδης
-
6 ενερθε
Iadv.1) снизу(τινάσσειν γαῖαν Hom.)
2) вниз(ὑπὸ γᾶν κρύψαι τι Pind.)
3) внизу(ὑπὸ γῆς Hes.)
οἱ ἔ. θεοί Hom. — боги подземного царства;οἱ ἔ. νεκροί Soph. — усопшиеII1) ниже, под(Ἀΐδεω Hom.; χθονός Aesch.; λίμνης Her.; μαστῶν Luc.)
2) под властью, во власти(τινος Soph.)
-
7 ενερθεν
Iadv.1) снизу(τινάσσειν γαῖαν Hom.)
2) вниз(ὑπὸ γᾶν κρύψαι τι Pind.)
3) внизу(ὑπὸ γῆς Hes.)
οἱ ἔ. θεοί Hom. — боги подземного царства;οἱ ἔ. νεκροί Soph. — усопшиеII1) ниже, под(Ἀΐδεω Hom.; χθονός Aesch.; λίμνης Her.; μαστῶν Luc.)
2) под властью, во власти(τινος Soph.)
-
8 ευρωτιαω
покрываться плесенью, загниватьβίος εὐρωτιῶν Arph. — жизнь в грязи -
9 ομφακιας
-
10 παμφαινω
ярко сиять, ослепительно сверкать(ἀστέρ παμφαίνει Hom., Hes.; σάκος χαλκῷ παμφαῖνον Hom.)
; белеться(στήθεσι παμφαίνοντες, sc. νεκροί Hom.)
См. также в других словарях:
νεκροῖ — νεκρόω make dead pres ind mp 2nd sg νεκρόω make dead pres opt act 3rd sg νεκρόω make dead pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεκροί — νεκρός corpse masc nom/voc pl νεκρός corpse masc nom/voc pl νεκρόω make dead pres subj mp 2nd sg νεκρόω make dead pres ind mp 2nd sg νεκρόω make dead pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ελλάδα - Ταφικά έθιμα αρχαιότητας — ΤΑΦΗ ΚΑΙ ΤΑΦΙΚΑ ΕΘΙΜΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Στοιχεία για τις ταφικές συνήθειες και πρακτικές του ανθρώπου υπάρχουν ήδη από την Παλαιολιθική εποχή, για τον άνθρωπο του Νεάντερταλ, σε σπήλαια της Ευρώπης και της Ασίας. Οι νεκροί ενταφιάζονταν σε διάφορες … Dictionary of Greek
γερμανικοί λαοί — Ινδοευρωπαϊκή εθνική ομάδα, στην οποία ανήκουν πολλές δεκάδες πληθυσμών, οι οποίοι αποσπάστηκαν κατά την εποχή του ορειχάλκου από τον αρχικό κορμό και εγκαταστάθηκαν στην Ευρώπη, από τον Ρήνο μέχρι τον Βιστούλα και τον Δούναβη. Τις πρώτες… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου … Dictionary of Greek
Άδης — Ο θεός του Κάτω Κόσμου και ο Κάτω Κόσμος. Ο θεός Ά. ήταν γιος του Κρόνου και της Ρέας, που πήρε μερίδιό του τον Κάτω Κόσμο, όταν έγινε η διανομή της εξουσίας του κόσμου, μετά τον πόλεμο των θεών με τους Τιτάνες. Οι αδελφοί του, Ζευς και Ποσειδών … Dictionary of Greek
Γιουγκοσλαβία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας Παλαιότερη ονομασία: Ομοσπονδιακή Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας Έκταση: 102.173 τ.χλμ Πληθυσμός: 10.656.929 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Βελιγράδι (1.280.600 κάτ. το 2002)Κράτος … Dictionary of Greek
Ισημερινός ή Εκουαδόρ — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Ισημερινού Έκταση: 283.560 τ. χλμ. Πληθυσμός: 13.447.494 (2002) Πρωτεύουσα: Κίτο (1.399.814 κάτ. το 2002)Κράτος της Νότιας Αμερικής, στην οροσειρά των Άνδεων. Συνορεύει στα Β με την Κολομβία και στα Α και Ν με το… … Dictionary of Greek
νεκροπόλεις - νεκροταφεία — Με τον όρο «νεκρόπολις» χαρακτηρίζεται κάθε περιοχή, όπου θάβονταν, όπως και σήμερα, στην αρχαία εποχή οι νεκροί μιας πόλης, ή ενός απλού οικισμού. Οι περιοχές αυτές ήταν πάντοτε έξω από τον περίβολο του οικισμού ή τα τείχη της πόλης και η έκτασή … Dictionary of Greek