Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἱκάνει

См. также в других словарях:

  • ἱκάνει — ἱκάνω come pres ind mp 2nd sg ἱκάνω come pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ύπνος — Φυσιολογικό φαινόμενο, που χαρακτηρίζει όλα τα ανώτερα ζώα και συνίσταται σε αυτόματη αναστολή των νευρικών και ψυχικών δραστηριοτήτων, που μας συνδέουν με τον εξωτερικό κόσμο. Στη διάρκεια του ύ. είναι ελαττωμένα ο μυϊκός τόνος, η αρτηριακή… …   Dictionary of Greek

  • OVIS Fera — Romanis dicta est Camelopardalis de qua supra: ovis scl. a mansuetudine morum, et sera διακριτικῶς. Bellonius ex αὐτοψίᾳ Observat. l. 2. c. 49. Animal mitius nullum est. est instar ovis. et quâvis aliâ ferâ gratior. Sed et in ipso ovium genere,… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • εφικάνω — διαφ. τ. τού αφικνούμαι («χαλεπὸν δὲ ἐπὶ γῆρας ἱκάνει», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ἱκάνω «φθάνω»] …   Dictionary of Greek

  • κήδος — κῆδος, εος, τὸ (ΑΜ Α δωρ. τ. κᾱδος) κηδεστία, συγγένεια λόγω γάμου («βασιλέως ἄρρενε παῑδε σφίσιν ἔπεσθον τὰ κήδη τιμῶντες», Θ. Μετοχ.) αρχ. 1. φροντίδα, ενδιαφέρον για κάποιον ή για κάτι («τῶν δ ἄλλων οὐ κῆδος», Ομ. Οδ.) 2. θλίψη, ανησυχία,… …   Dictionary of Greek

  • υφικάνω — Α (κυρίως μτφ.) καταλαμβάνω κάποιον σταδιακά («αὐτὴν ὑπὸ τρόμος αἰνὸς ἱκάνει», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ἱκάνω «έρχομαι, φτάνω»] …   Dictionary of Greek

  • χρεώ — και επικ. τ. χρειώ, όος και οῡς, ἡ, και σπαν. τ. ουδ. χρεώ, τὸ, Α 1. χρεία, ανάγκη 2. στέρηση, έλλειψη 3. επιθυμία για κάτι 4. προφητεία, χρησμός («χρειὼ θεσπίζων μεταμώνιον», Ανθ. Παλ.) 5. ενασχόληση 6. μτφ. μοίρα 7. φρ. α) «χρειὼ γίγνεται [ή… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»