-
1 ιχθυοειδης
-
2 ιχθυοειδής
ης, ες рыбоподобный
См. также в других словарях:
ἰχθυοειδής — fish like masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιχθυοειδής — ές (Α ἰχθυοειδής, ές) αυτός που έχει σχήμα ή μορφή ψαριού, αυτός που μοιάζει με ψάρι («ιχθυοειδές σκάφος»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰχθυ(ο) * + ειδής (< είδος)] … Dictionary of Greek
ἰχθυοειδέος — ἰχθυοειδής fish like masc/fem/neut gen sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ειδής — ές (είδος*) β συνθετικό επιθέτων και απλή παραγωγική κατάληξη, που δηλώνει ότι το ουσιαστικό το οποίο προσδιορίζεται από το επίθετο έχει τη μορφή που δηλώνει το α συνθετικό. Εμφανίζεται σε μεγάλο αριθμό σύνθετων λέξεων στη Νέα Ελληνική, έναντι… … Dictionary of Greek
ιχθυ(ο)- — (AM ἰχθυ[ο] ) α συνθετικό πολλών λέξεων τής Ελληνικής από τη λ. ἰχθύς, ύος, «ψάρι». ΣΥΝΘ. ιχθυγόνος, ιχθυοειδής, ιχθυoκένταυρος, ιχθυόκολλα, ιχθυολογώ, ιχθυοπώλης, ιχθυοτρόφος, ιχθυοφάγος, ιχθυοφόρος αρχ. ιχθυβολεύς, ιχθύβολος, ιχθυβόλος,… … Dictionary of Greek
ιχθυώδης — ες (Α ἰχθυώδης, ες) 1. ιχθυοειδής* 2. γεμάτος ψάρια μσν. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἰχθυώδη ψάρια, ψαρικά αρχ. αυτός που έχει οσμή ή γεύση ψαριού. επίρρ... ἰχθυωδῶς (Α) με ιχθυώδη τρόπο, σαν ψάρι («τὸ μὲν γὰρ ἔμπροσθεν προσπέφυκεν ἰχθυωδῶς»,… … Dictionary of Greek
ՁԿՆԱԿԵՐՊ — (ի, ից.) NBH 2 0159 Chronological Sequence: 10c ա. ἱχθυοειδής pisci similis. Ունօղ զկերպարանս կամ զնմանութիւն ինչ ձկան. *Ձկնակերպ մարդիկ. Պտմ. աղեքս … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)