-
1 ιχθυοειδης
См. также в других словарях:
ξυλολεπής — ξυλολεπής, ές (Α) αυτός που έχει ξύλινο κέλυφος, ξυλώδη φλοιό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλον + λεπής (< λέπω «ξεφλουδίζω»), πρβλ. δυσ λεπής] … Dictionary of Greek
1 ιχθυοειδης
ξυλολεπής — ξυλολεπής, ές (Α) αυτός που έχει ξύλινο κέλυφος, ξυλώδη φλοιό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλον + λεπής (< λέπω «ξεφλουδίζω»), πρβλ. δυσ λεπής] … Dictionary of Greek