Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἰσχία

См. также в других словарях:

  • ἰσχία — ἰσχίον neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἴσχια — ἴσχιον hip joint neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολύμβηση — Σύνολο κινήσεων, που επιτρέπει τη μετακίνηση και την επιλογή κατεύθυνσης μέσα στο νερό, τόσο στην επιφάνεια όσο και σε κατάδυση. Με την καθιέρωση ειδικών στιλ η κ. εξελίχθηκε σε αθλητική δραστηριότητα. Η τεχνική της κ. υποδιαιρείται ανάλογα με τα …   Dictionary of Greek

  • ισχιακός — ή, ό (Α ἰσχιακός, ή, όν) [ισχίον] αυτός που πάσχει από χρόνια ισχιαλγία, ο ισχιαδικός*. νεοελλ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα ισχία (α. «ισχιακό πλέγμα» το ιερό πλέγμα β. «ισχιακή προβολή» η προβολή τού εμβρύου από τη μήτρα με τα ισχία) …   Dictionary of Greek

  • и́шиас — а, м. Заболевание седалищного нерва. [От греч. ’ισχιας боль в тазобедренной области] …   Малый академический словарь

  • CIA — (Del lat. ischia.) ► sustantivo femenino ANATOMÍA Hueso de la cadera. * * * cía1 (de «cilla»; Ar.) f. *Silo. ⇒ *Granero. cía2 (del lat. «scias»; ant.) f. *Hueso de la *cadera. ≃ Cea. * * * cía. (Del lat. ischĭa, ōrum, y este d …   Enciclopedia Universal

  • cía — (Del lat. ischia.) ► sustantivo femenino ANATOMÍA Hueso de la cadera. * * * cía1 (de «cilla»; Ar.) f. *Silo. ⇒ *Granero. cía2 (del lat. «scias»; ant.) f. *Hueso de la *cadera. ≃ Cea. * * * cía. (Del lat. ischĭa, ōrum, y este d …   Enciclopedia Universal

  • ενδίδω — (AM ἐνδίδωμι) 1. υποχωρώ, υποκύπτω («μή συγχωρεῑν ἐνδόντα τῇ τῶν πλειόνων γνώμη», Δημ.) 2. (για στέγη, πόρτα ή εύκαμπτα αντικείμενα) υποχωρώ, λυγίζω («με την ώθηση η σκεπή ενέδωσε») μσν. προστάζω, διατάζω αρχ. 1. δίνω στα χέρια («ἐνδοῡναι τήν… …   Dictionary of Greek

  • ευίσχιος — εὐίσχιος, ον (ΑΜ) αυτός που έχει ωραία ισχία, ωραίους γλουτούς (α. «Μηνοφίλαν εὐίσχιον» β. «εὐίσχιοι βόες») …   Dictionary of Greek

  • ευισχία — εὐισχία, ἡ (Μ) [ευίσχιος] (για ίππο) η ωραιότητα και η δύναμη στα ισχία …   Dictionary of Greek

  • ισχιάζω — ἰσχιάζω (ΑΜ) [ισχίον] 1. περπατώ κουνώντας υπερβολικά τους γοφούς, κουνιέμαι 2. (παθ. για επίδεσμο) ἰσχιάζομαι χωρίζομαι, όπως τα ισχία το ένα από το άλλο …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»