Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

κρημνούς

См. также в других словарях:

  • κρημνούς — κρημνός overhanging bank masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • брегъ — БРЕГ|Ъ (78), А с. 1.Берег: [святой] приде на рѣкоу... крь(с) ѡ(т) дрѣва съставивъ... тѣмь же и водьноѥ съшествиѥ того водѩщи ѡбраза. не разливаѥмоѥ по брегомъ боудеть ни инамо прочеѥ разливаѥть(с). ЖФСт XII, 148 об.; дрѣво. или вино. и прочѩго… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • ARRIUS — I. ARRIUS Antoninus, bis Consul: avus maternus Antonini Pii Imperat. apud Iul. Capitolin. in Imp. huius Vita c. 1. inter suffectos Consules nominatur Cassiodoro, in ultimo Domitiani anno. De eo sic Victor, in Epitome c. 24. Nerva, cum in Curiam a …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ανυπέρβατος — η, ο (Α ἀνυπέρβατος, ον) 1. (για τόπους) αυτός που δεν μπορεί κανείς να τον περάσει, να τον υπερπηδήσει («κρημνοὺς ἀνυπερβάτους») 2. μτφ. ανυπέρβλητος, ακατανίκητος αρχ. (επίρρ., τως) α) χωρίς καμμιά παράλειψη β) λεπτομερώς γ) συνεχώς …   Dictionary of Greek

  • οροπέδιο — Ευρεία εδαφική επιφάνεια, επίπεδη ή ελαφρά κυματοειδής, που βρίσκεται το λιγότερο μερικές εκατοντάδες μέτρα πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας. Μπορεί να περιορίζεται ολόγυρα από απότομες κλίσεις ή από οροσειρές ή ακόμα να διαπερνιέται από… …   Dictionary of Greek

  • ρήγμα — Διάρρηξη ενός στρώματος του φλοιού της Γης, λιγότερο ή περισσότερο βαθιά, κατά μήκος της οποίας τα αποχωριζόμενα τεμάχια υφίστανται σχεδόν πάντα μετακίνηση, που ποικίλλει από λίγα εκατοστά έως χιλιάδες μέτρα. Τα Ρ., που γενικά έχουν τεκτονική… …   Dictionary of Greek

  • υψίδειρος — ον, Α (συν. για την γη τών Δελφών) αυτός που έχει ψηλούς κρημνούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + δειρος (< δειρή «λαιμός»), πρβλ. πολύ δειρος] …   Dictionary of Greek

  • υψίκρημνος — ον, Α 1. (για όρος) αυτός που έχει ψηλούς κρημνούς, απότομος 2. (για πόλη) ο χτισμένος πάνω σε ψηλό και απότομο βράχο («ὑψίκρημνον οἳ πόλισμα Καυκάσου πέλας νέμονται», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + κρημνός «γκρεμός»] …   Dictionary of Greek

  • υψηλόκρημνος — ον, Α αυτός που έχει ψηλούς κρημνούς, ψηλούς βράχους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑψηλός + κρημνός «γκρεμός, φαράγγι» (πρβλ. πολύ κρημνος)] …   Dictionary of Greek

  • Σαρμάτες — Αρχαίος νομαδικός λαός της Ασίας. Με το λαό αυτό συνδέεται η παρακάτω αφήγηση της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας: Όταν οι Έλληνες πολέμησαν με τις Αμαζόνες και τις νίκησαν, έφυγαν με τρία πλοία, παίρνοντας μαζί τους όσες από τις Αμαζόνες μπόρεσαν… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»