Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἧσται

См. также в других словарях:

  • ἧσται — ἧμαι es perf ind mid 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ήμαι — ἧμαι (Α) 1. είμαι καθισμένος, κάθομαι 2. κάθομαι σε απραξία, σε ησυχία («κατ οἴκους ἐκτὸς ἡμένῳ πόνων», Ευρ.) 3. (για στράτευμα) στρατοπεδεύω 4. (για κατάσκοπο) παραφυλάω, καραδοκώ 5. ζω απαρατήρητος, στην αφάνεια («προς δ ἐμᾷ ψυχᾷ θάρσος ἧσται»… …   Dictionary of Greek

  • σταδαίος — αία, ον, Α 1. αυτός που στέκεται όρθιος («...Ζεὺς πατὴρ ἐπ ἀσπίδος σταδαῑος ἧσται», Αισχύλ.) 2. φρ. α) «ἔγχη σταδαῑα» δόρατα με τα οποία γινόταν η μάχη εκ τού συστάδην σε ανοιχτό πεδίο β) (για τον κύβο) «σταδαῑον σῶμα» σώμα σταθερό, που… …   Dictionary of Greek

  • .ησθ' — ἡστά , ἡστός in de An. neut nom/voc/acc pl ἡστά̱ , ἡστός in de An. fem nom/voc/acc dual ἡστά̱ , ἡστός in de An. fem nom/voc sg (doric aeolic) ἡστέ , ἡστός in de An. masc voc sg ἡσταί , ἡστός in de An. fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἧσθ' — ἧστο , ἧμαι es plup ind mid 3rd sg ἧσται , ἧμαι es perf ind mid 3rd sg ἧσθε , ἧμαι es perf ind mid 2nd pl ἧσθε , ἧμαι es plup ind mid 2nd pl ἧσθαι , ἧμαι es perf inf mid ἧσθα , ἵημι Ja c io aor subj act 2nd sg (epic) ἧσθα , ἵημι Ja c io aor subj… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἧστ' — ἧστο , ἧμαι es plup ind mid 3rd sg ἧσται , ἧμαι es perf ind mid 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ē̆s- —     ē̆s     English meaning: to sit     Deutsche Übersetzung: (nur medial) ‘sitzen”     Material: O.Ind. üstē, Av. üste “he sits” (= Gk. Att. ἧσται ds.), E.Iran. üs , 3. pl. O.Ind. üsatē (== Gk. Hom. εἵαται, lies ἥαται), Av. ü̊ŋhǝntē, Gk.… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»