-
1 Εννεακρουνος
ἥ Девять источников (название источника на горе Гиметт, вода которого текла в Афины по девяти каналам, до Писистрата назывался Καλλιππόη) Her., Thuc.
См. также в других словарях:
καλλίκρουνος — η, ο (Μ καλλίκρουνος, ον) αυτός που έχει ωραίους κρουνούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + κρουνος (< κρουνός) πρβλ. εννεά κρουνος, πολύ κρουνος] … Dictionary of Greek
αυλός — Πνευστό μουσικό όργανο αρχαιότατης προέλευσης. Αιγυπτιακές τοιχογραφίες μάς πληροφορούν ότι οι Αιγύπτιοι γνώριζαν τουλάχιστον τρία είδη α.: τους ευθύαυλους μιμ με επιστόμιο και πέντε οπές, τους πλαγίαυλους σέμπι, που παίζονταν περίπου όπως και τα … Dictionary of Greek