Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

Ἐννεά-κρουνος

См. также в других словарях:

  • καλλίκρουνος — η, ο (Μ καλλίκρουνος, ον) αυτός που έχει ωραίους κρουνούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + κρουνος (< κρουνός) πρβλ. εννεά κρουνος, πολύ κρουνος] …   Dictionary of Greek

  • αυλός — Πνευστό μουσικό όργανο αρχαιότατης προέλευσης. Αιγυπτιακές τοιχογραφίες μάς πληροφορούν ότι οι Αιγύπτιοι γνώριζαν τουλάχιστον τρία είδη α.: τους ευθύαυλους μιμ με επιστόμιο και πέντε οπές, τους πλαγίαυλους σέμπι, που παίζονταν περίπου όπως και τα …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»