-
1 Εννεακρουνος
ἥ Девять источников (название источника на горе Гиметт, вода которого текла в Афины по девяти каналам, до Писистрата назывался Καλλιππόη) Her., Thuc. -
2 εννεάκρουνος
ος, ον девятиструйный (о фонтане)
См. также в других словарях:
Ἐννεάκρουνος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐννεάκρουνος — with nine spouts masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εννεάκρουνος — Κρήνη της αρχαίας Αθήνας που είναι γνωστή από διάφορα κείμενα. Η τοποθεσία και η ταύτισή της απασχόλησαν ιδιαίτερα τους αρχαιολόγους. Τελικά, με βάση τη συγκριτική μελέτη των σχετικών χωρίων που τη μνημόνευαν, έγινε αποδεκτό ότι οι συγγραφείς των … Dictionary of Greek
Ἐννεακρούνω — Ἐννεάκρουνος masc nom/voc/acc dual Ἐννεάκρουνος masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐννεακρούνω — ἐννεάκρουνος with nine spouts masc/fem/neut nom/voc/acc dual ἐννεάκρουνος with nine spouts masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐννεάκρουνον — ἐννεάκρουνος with nine spouts masc/fem acc sg ἐννεάκρουνος with nine spouts neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ЭННЕАКРУНОС — • Έννεάκρουνος, см. Attica, Аттика, 4 … Реальный словарь классических древностей
Ἐννεακρούνου — Ἐννεάκρουνος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐννεακρούνου — ἐννεάκρουνος with nine spouts masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἐννεακρούνῳ — Ἐννεάκρουνος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐννεακρούνῳ — ἐννεάκρουνος with nine spouts masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)