Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

ἕδρασμα

См. также в других словарях:

  • έδρασμα — ἕδρασμα, το (AM) 1. έδρα 2. (κατά τους Πυθαγόρειους) ο αριθμός οκτώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για παρεκτεταμένο (σε ασμα) τ. τής λ. έδρα κατά τα είκασμα, στέγασμα κ.ά.] …   Dictionary of Greek

  • ἕδρασμα — eight neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑδρασμάτων — ἕδρασμα eight neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑδράσμασι — ἕδρασμα eight neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑδράσμασιν — ἕδρασμα eight neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑδράσματα — ἕδρασμα eight neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑδράσματι — ἕδρασμα eight neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑδράσματος — ἕδρασμα eight neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»