-
1 εδρασμα
См. также в других словарях:
έδρασμα — ἕδρασμα, το (AM) 1. έδρα 2. (κατά τους Πυθαγόρειους) ο αριθμός οκτώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για παρεκτεταμένο (σε ασμα) τ. τής λ. έδρα κατά τα είκασμα, στέγασμα κ.ά.] … Dictionary of Greek
ἕδρασμα — eight neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑδρασμάτων — ἕδρασμα eight neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑδράσμασι — ἕδρασμα eight neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑδράσμασιν — ἕδρασμα eight neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑδράσματα — ἕδρασμα eight neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑδράσματι — ἕδρασμα eight neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑδράσματος — ἕδρασμα eight neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)