Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

(Δαναϊδῶν

См. также в других словарях:

  • Δαναιδῶν — Δαναϊδῶν , Δαναίδαι the Danaäns masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Δαναίδων — Δαναίδες the Danaäns fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ὁ τῶν Δαναίδων πίθος. — См. Бочка Данаид …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Fass ohne Boden — Pi Inhaltsverzeichnis 1 πάθει μάθος 2 Παθήματα μαθήματα …   Deutsch Wikipedia

  • бочка Данаид — (иноск.) непроизводительный труд Ср. Ведь жажда к богатству... это современная бочка Данаид... Разве вы этого не знаете? Сколько туда ни лейте, все будет мало... Данилевский. Девятый вал. 2, 19. Ср. Danaidenarbeit. Ср. Le tonneau des Danaides. Ср …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона

  • Бочка Данаид — Бочка Данаидъ (иноск.) непроизводительный трудъ. Ср. Вѣдь жажда къ богатству... это современная бочка Данаидъ... Развѣ вы этого не знаете? Сколько туда ни лейте, все будетъ мало... Данилевскій. Девятый валъ. 2, 19. Ср. Danaidenarbeit. Ср. Le… …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • αμύντωρ — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Βοιωτός, ονομαστός για την περικεφαλαία του, που ήταν κοσμημένη με δόντια κάπρου. 2. Πατέρας του Φοίνικα, που καταράστηκε τον γιο του να μείνει άτεκνος, επειδή, από στοργή προς τη μητέρα του, κατέκτησε την ερωμένη… …   Dictionary of Greek

  • μονάρχης — Μια εντυπωσιακή ως προς τον χρωματισμό και το μέγεθος πεταλούδα της Βόρειας Αμερικής (είδος Danaus plexippus της οικογένειας των δαναϊδων της τάξης των λεπιδόπτερων). Έχει έκταση φτερών μέχρι 8 εκ. και σχηματίζει μεγάλα σμήνη που μετακινούνται… …   Dictionary of Greek

  • πίθος — I Δήμος της αρχαίας Αττικής, που πιθανόν να βρισκόταν κοντά στην Κηφισιά. Ο δημότης του ονομαζόταν Πιθεύς ή Πιθεεύς. II Μικρός πεδινός οικισμός (υψόμ. 60 μ.), στην πρώην επαρχία Κερκύρας, του ομώνυμου νομού. Υπάγεται διοικητικά στο Δήμο Θιναλείου …   Dictionary of Greek

  • χαλκοπληθής — ές, Α (ποιητ. τ.) οπλισμένος με χάλκινες πανοπλίες («χαλκοπληθῆ Δαναΐδῶν ὁρμᾶν στρατόν», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο) * + πληθής (< πλῆθος < πίμπλημι), πρβλ. ἁμαξο πληθής, θυμο πληθής] …   Dictionary of Greek

  • Αραβία — Μυθολογικό πρόσωπο, σύζυγος του Αιγύπτου, μητέρα 50 εξαδέλφων και συζύγων των Δαναΐδων …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»