-
1 έρεισον
-
2 ἔρεισον
-
3 ἐρείδω
a plant firmly ἢ σὺν ὀρθαῖς κιόνεσσιν δεσποσύναισιν ἐρειδομένα μόχθον ἄλλοις ἀμφέπει δύστανον ἐν τείχεσιν (sc. δρῦς) P. 4.267ταχὺ δ' ἄγκυραν ἔρεισον χθονὶ πρῴραθε P. 10.51
b press hard upon met.ἀμφὶ Πύλον σταθεὶς ἤρειδε Ποσειδάν, ἤρειδεν δέ μιν Φοῖβος O. 9.31
—2. ἄρουρα, ἅ νιν ἐρειδόμενον ναυαγίαις ἐξ ἀμετρήτας ἁλὸς ἐν κρυοέσσᾳ δέξατο συντυχίᾳ i. e. shipwrecked I. 1.36c sens. dub. Ἰσμηνοῦ δ' ἐπ ὄχθαισι γλυκὺν νόστον ἐρεισάμενοι (v. l. ἐρυσάμενοι: ἀπέθεντο Σ paraphr.: ἀμερσάμενοι coni. Schr.: “ils laissèrent choir le doux espoir de retour.” Puech.) N. 9.23 -
4 ἄγκυρα
ἄγκῡρα (-αν; -αι, -ας.)1 anchorἀγαθαὶ δὲ πέλοντ' ἐν χειμερίᾳ νυκτὶ θοᾶς ἐκ ναὸς ἀπεσκίμφθαι δὔ ἄγκυραι O. 6.101
“ἄγκυραν ποτὶ χαλκόγενυν ναὶ κριμνάντων ἐπέτοσσε, θοᾶς Ἀργοῦς χαλινόν.” P. 4.24ἐπεὶ δἐμβόλου κρέμασαν ἀγκύρας ὕπερθεν P. 4.192
κώπαν σχάσον, ταχὺ δἄγκυραν ἔρεισον χθονὶ πρῴραθε, χοιράδος ἄλκαρ πέτρας P. 10.51
met.,ἐσχατιαῖς ἤδη πρὸς ὄλβου βάλλετ' ἄγκυραν I. 6.13
-
5 ἄλκαρ
1 defence, protectionταχὺ δ' ἄγκυραν ἔρεισον χθονὶ πρῴραθε, χοιράδος ἄλκαρ πέτρας P. 10.52
-
6 κώπα
1 oarκάρυξε δ' αὐτοῖς ἐμβαλεῖν κώπαισι P. 4.201
κώπαν σχάσον, ταχὺ δ' ἄγκυραν ἔρεισον χθονί (met., ἐπιτιμᾷ ἑαυτῷ ὁ Πίνδαρος ὡς πολλῇ χρησαμένῳ τῇ παρεκβάσει. Σ.) P. 10.51 -
7 πέτρα
1 rockἵκοντο δ' ὑψηλοῖο πέτραν ἀλίβατον Κρονίου O. 6.64
πέτρας φοίνισσα κυλινδομένα φλὸξ ἐς βαθεῖαν φέρει πόντου πλάκα P. 1.23
συνδρόμων κινηθμὸν ἀμαιμάκετον ἐκφυγεῖν πετρᾶν P. 4.209
ἔθηκε καὶ βαθυλείμων ὑπὸ Κίρρας πετρᾶν ἀγὼν κρατησίποδα Φρικίαν (Christ: βαθυλείμωνα ἀγὼν ὑπὸ Κίρρας πέτραν codd.) P. 10.15ταχὺ δ' ἄγκυραν ἔρεισον χθονὶ πρῴραθε χοιράδος ἄλκαρ πέτρας P. 10.52
φαίης κέ νιν ἄνδρ' ἐν ἀεθληταῖσιν ἔμμεν Ναξίαν πέτραις ἐν ἄλλαις χαλκοδάμαντ ἀκόναν I. 6.73
ἂν δ' ἐπικράνοις σχέθον πέτραν ἀδαμαντοπέδιλοι κίονες fr. 33d. 8.ἀμφί τε Παρνασσίαις πέτραις ὑψηλαῖς Pae. 2.98
] δέ μιν ἐν πέλ[α]γ[ος] ῥιφθεῖσαν εὐαγέα πέτραν φανῆναι (Delos) Πα. 7B. 47. πέτραι δ' [ἔφ]α[ν]θεν ἀντὶ φωτῶν (πετραν Π̆{ac}: sc. the people of Seriphos, on seeing the Medusa's head) Δ... πέ]τραισι Κιρρα[ (supp. Snell: ἀρούραισι Lobel) fr. 215b. 11. ὑψικέρατα πέτραν fr. 325. -
8 πρῴραθε
πρῴρᾱθε, (ν)1 from the prow “ πρῴραθεν Εὔφαμος καταβαὶς” (Bergk: πρώραθεν codd.) P. 4.22 ταχὺ δ' ἄγκυραν ἔρεισον χθονὶ πρῴραθε (Bergk: πρώραθε codd.) P. 10.52 -
9 ταχύς
1 quickἀπὸ γὰρ κόρος ἀμβλύνει αἰανὴς ταχείας ἐλπίδας P. 1.83
ταχέες ἔβαν P. 4.179
εἰρεσία δ' ὑπεχώρησεν ταχειᾶν ἐκ παλαμᾶν ἄκορος P. 4.202
ταχὺ[ς (supp. Snell) Πα. 8A. 7.γνώμας δὲ ταχείας συν[ Pae. 14.39
superl.,ἐπὶ ταχυτάτων ἁρμάτων O. 1.77
adv.,εἰ δὲ μὴ ταχὺ λίποι O. 1.108
ταχὺ δ' ἄγκυραν ἔρεισον χθονὶ πρῴραθε P. 10.51
ταχὺ δὲ Καδμείων ἀγοὶ ἔδραμον N. 1.51
ἐνυπνίῳ δ' ᾇ τάχιστα πιθέσθαι κελήσατό μιν O. 13.79
παρὰ ναῦν δ' ἰθύει τάχιστα δελφίς fr. 234. 2. frag. ]ως ὁ ταχι[στ (supp. Snell) ?fr. 337. 6. adv.,ταχέως, κολλᾷ τε σταδίων θαλάμων ταχέως ὑψίγυιον ἄλσος O. 5.13
ταχέως δ' Ἄδματος ἷκεν P. 4.126
ταχέως δ' ἐπ ἀδελφεοῦ βίαν πάλιν χώρησεν N. 10.73
ταχέως δ' ἀράβη[σε] διαλεύκων ὀστέ[ων] δοῦπος ἐ[ρ]εικομένων fr. 169. 23. -
10 χθών
a earth, soil, groundοὐ χθόνα ταράσσοντες ἐν χερὸς ἀκμᾷ O. 2.63
χαλκέαις δ' ὁπλαῖς ἀράσσεσκον χθόν P. 4.226
“ ὅσσα τε χθὼν ἠρινὰ φύλλ' ἀναπέμπει” P. 9.46ταχὺ δ' ἄγκυραν ἔρεισον χθονὶ P. 10.51
ἀριστεύοισαν εὐκάρπου χθονὸς Σικελίαν N. 1.14
χθονὶ γυῖα καλύψαι (τεθνάναι Σ.) N. 8.38ὁ δ' Ἀμφιαρεῖ σχίσσεν κεραυνῷ παμβίᾳ Ζεὺς τὰν βαθύστερνον χθόνα N. 9.25
μετὰ χειμέριον ποικίλα μηνῶν ζόφον χθὼν ὥτε φοινικέοισιν ἄνθησεν ῥόδοις I. 4.18
κεραυνῷ χθόν' ἀνοιξάμενοι Pae. 8.73
ἢ παγετὸν χθονός Pae. 9.18
κατὰ [χ]θόν ε[ (supp. Lobel) Δ. 4. h. 12. τότε βάλλεται, τότ' ἐπ ἀμβρόταν χθόν ἐραταὶ ἴων φόβαι (v. l. χέρσον) fr. 75. 16. ὄλβιος ὅστις ἰδὼν κεῖν' εἶσ ὑπὸ χθόν fr. 137. 1. ὅσ' ἀγλαὰ χθὼν πόντου τε ῥιπαὶ φέροισιν (Reiske: ἀγλαόχθων codd.) fr. 220. 2.b landὅτε χθόνα δατέοντο Ζεύς τε καὶ ἀθάνατοι O. 7.55
of Delphi,ὀμφαλὸν ἐριβρόμου χθονὸς ἐς νάιον προσοιχόμενοι P. 6.4
παρὰ μέγαν ὀμφαλὸν εὐρυκόλπου μόλεν χθονός N. 7.34
χθονὸς ὀμφαλὸν παρὰ σκιάεντα Pae. 6.17
of Delos, χθονὸς εὐρείας ἀκίνητον τέρας fr. 30c. 3. τηλέφαντον κυανέας χθονὸς ἄστρον fr. 33c. 5. opp. to sea,λέγοντι μὰν χθόνα μὲν κατακλύσαι μέλαιναν ὕδατος σθένος O. 9.50
πέταται δ' ἐπί τε χθόνα καὶ διὰ θαλάσσας τηλόθεν ὄνυμ αὐτῶν N. 6.48
καὶ πάγκαρπον ἐπὶ χθόνα καὶ διὰ πόντον βέβακεν ἐργμάτων ἀκτὶς I. 4.41
frag.,ἐλα]χύνωτον στέρνον χθονός Pae. 4.14
ἐγὼ μὲν ὑπὲρ χθονὸς ὑπέρ τ' ὠκεανοῦ Pae. 8.14
cf. fr. 220. 2, O. 2.63c land, countryἴδε καὶ κείναν χθόνα O. 3.31
τᾶσδέ ποτε χθονὸς οἰκιστὴρ O. 7.30
ἐς εὐδείελον χθόνα —κλειτᾶς Ἰαολκοῦ P. 4.77
νιν πολυμήλου καὶ πολυκαρποτάτας θῆκε δέσποιναν χθονὸς P. 9.7
“ ἵνα οἱ χθονὸς αἶσαν δωρήσεται” P. 9.56τοὶ σὺν πολέμῳ κτησάμενοι χθόνα πολύδωρον Pae. 2.60
χθόνα τοί ποτε καὶ στρατὸν ἀθρόον πέμψαν κεραυνῷ τριόδοντί τε ἐς τὸν βαθὺν Τάρταρον Pae. 4.42
d fragg. ]ναιγιν χθόν, α[ fr. 215b. 7. ] χθονος αἰχμα[ (? ἐλασι]χθονος Snell) fr. 215c. 5. -
11 χοιράς
χοιρᾰς f. adj.,1 like a hog's back ταχὺ δ' ἄγκυραν ἔρεισον χθονὶ πρῴραθε χοιράδος ἄλκαρ πέτρας (i. e. a low reef) P. 10.52 -
12 ἐρείδω
Aἔρειδον Il.13.131
: [tense] fut. , Aristid. Or.17(15).10 codd.: [tense] aor. 1 , Pl.Phdr. 254e, Ti. 91e ; [dialect] Boeot. [ per.] 3sg.εἴρισε Corinn.Supp.1.32
; [dialect] Ep. ἔρεισα ([etym.] ἐπ-) Il.7.269 : [tense] pf. ἤρεικα ([etym.] συν-) Hp.Morb.Sacr.7, ([etym.] προς-) Plb.5.60.8 ; butἐρήρεικα Dsc.Eup.1.84
, ([etym.] προς-) Plu.Aem.19:—[voice] Med., [tense] fut. ἐρείσομαι ([etym.] ἀπ-) Arist.Pr. 885b29, Plb.15.25.25 : [tense] aor. 1 , ([etym.] ἀπ-) Pl. R. 508d ; [dialect] Ep.ἐρ- Il.5.309
:—[voice] Pass., 3 [tense] fut.ἐρηρείσεται Hp.Mul.2.133
: [dialect] Ep. [tense] aor. 1ἐρείσθην Il.7.145
: [tense] pf.ἐρήρεισμαι Hdt.4.152
, Hp.Art.78 (but [ per.] 2sg.ἠρήρεισθα Archil.94
is from ἀραρίσκω) ; also ἤρεισμαι Ti. [dialect] Locr. 98e ( ἐρήρ- ib. 97e), D.S.4.12, Paus.6.25.5 ; [dialect] Ion. [ per.] 3pl. [tense] pf.ἐρηρέδαται Il.23.284
, 329, [dialect] Ep.ἐρήρεινται A.R.2.320
: [tense] plpf.ἠρήρειστο Il.4.136
; [ per.] 3pl.ἐρηρέδατο Od.7.95
,ἠρήρειντο A.R.3.1398
:—Hom. uses the augm. only in ἠρήρειστο, Hes.Sc. 362 in ἠρείσατο.—[dialect] Ep., [dialect] Ion., and poet. Verb, also found in Pl. and later Prose:—cause to lean, prop,δόρυ..πρὸς τεῖχος ἐρείσας Il.22.112
;θρόνον πρὸς κίονα μακρὸν ἐρείσας Od. 8.66
;πύργῳ ἔπι προὔχοντι..ἀσπίδ' ἐρείσας Il.22.97
; [νέκυας] ἀλλήλοισιν ἐ. piling them against each other, Od.22.450 ;ἐρείσατε..πλευρὸν ἀμφιδέξιον S.OC 1112
; πρὸς στέρν' ἐρείσας (sc. τοὺς παῖδας) E.HF 1362, cf. Ba. 684 ;τὰ ἰσχία πρὸς τὴν γῆν Pl.Phdr. 254e
;ἐ. τινὰ εἰς ἕδραν E.Heracl. 603
;τὰς κεφαλὰς εἰς γῆν Pl.Ti. 91e
;ἐς χεῖρας ἐ. τι Theoc.7.104
;ἐ. τὴν κεφαλὴν ἐπὶ γῆς Pl.Ti. 43e
;τὸ γόνυ κατὰ τοῦ ἰσχίου Plu.Flam.20
;ῥόῳ ἔνι κάλπιν A.R.1.1234
: generally, fix firmly, plant,ἄγκυραν χθονί Pi.P.10.51
;εἰς γῆν ἐ. ὄμμα E.IA 1123
, cf. Aristid.Or.17(15).10 ;ἐπὶ χθονὸς ὄμματ' A.R.1.784
; ἐ. πόδας ἐς βένθος plant the foot firm, ib. 1010 : metaph., ἐ. τὰν γνώμαν fix one's mind firmly on a thing, Theoc.21.61.2 prop up, support, stay, ἀσπὶς ἄρ' ἀσπίδ' ἔρειδε, κόρυς κόρυν, ἀνέρα δ' ἀνήρ, of close ranks of men-atarms, Il.13.131 ;ἐπ' ἀσπίδος ἀσπίδ' ἔρεισον Tyrt.11.31
;πέλτην ἐρεῖσαι E.Rh. 487
;κίον' οὐρανοῦ τε καὶ χθονὸς ὤμοιν ἐ. A.Pr. 352
.4 push, thrust,ὅπῃ κέ τις..ἐρείδῃ Emp.12.3
;ἔπη..ἤρειδε κατὰ τῶν ἱππέων
hurled forth..,Ar.
Eq. 627 ; :—[voice] Med.,ἔπος πρὸς ἔπος ἠρειδόμεσθ' Id.Nu. 1375
.5 infix, plant in,πλευραῖς ἔγχος S.Ant. 1236
; ἀνταίαν πληγήν inflict it, E.Andr. 844 (lyr.):—[voice] Pass., ἄλγημα ἐρηρεισμένον fixed pain, Gal.8.385.7 of wagers or matches, match, set one pledge against another, Theoc.5.24.II intr., press hard,ἀμφ' αὐτῷ πελεμίξαι ἐρείδοντες βελέεσσιν Il.16.108
; ;νέφος ἐ. ἐπὶ γῆν Plu. Num.2
;πνεῦμα κατὰ τῆς σχεδίας Id.Crass.19
; of an illness or pain, settle upon a particular part,νόσος ὁμότοιχος ἐ. A.Ag. 1004
(lyr.), cf. Ruf. ap. Orib.45.30.27, Gal.11.61 ; exert pressure: hence, rest,ἐπὶ τὸ ἔδαφος HeroAut.2.7
.2 set to work, fall to, esp. of eating, , cf. 25 (where, acc. to Sch., it is metaph. from rowers) ; .III [voice] Med. and [voice] Pass., prop oneself, lean upon, τῷ ὅ γ' ἐρεισάμενος (sc. σκήπτρῳ) Il.2.109;ἔγχει ἐ. 14.38
;ἐπὶ μελίης..ἐρεισθείς 22.225
: c. gen., ἐρείσατο χειρὶ παχείῃ γαίης leant with his hand against the earth, 5.309 : abs., having planted himself firm, taken a firm stand,12.457
, cf. 16.736 ; of one fallen, , 11.144 ; οὔδεϊ..σφι χαῖται ἐρηρέδαται their hair rests on the ground, 23.284 ; γόνατος κονίαισιν ἐρειδομένου set, planted in.., A.Ag.64(anap.);τοῖσι γούνασι ἐρηρεισμένοι Hdt.4.152
;ταῖς χερσὶν ἐπὶ δόρατι ἠρεισμένος Paus.6.25.5
, cf. Corn.ND9 ; press closely, be tight, of bandages, Hp.Off.8 ; τοὺς ὀδόντας ἐρήρεισται has her teeth clenched, Hp. ap. Erot. (ξυνερήρ. codd. Hp.).2 to be fixed firm, planted, had been fixed,Il.
3.358, etc.; stand firmly fixed,23.329
;θρόνοι περὶ τοῖχον ἐρηρέδατ' Od.7.95
;ἁ γᾶ ἐρήρεισται ἐπὶ τᾶς αὐτᾶς ῥοπᾶς Ti.Locr.97e
: abs., is set firm,A.
Ch. 646 (lyr.); opp. πλανᾶσθαι, Arist.GA 720a12; ἐρηρεικός, of a bone stuck in the throat, Dsc.Eup.1.84.3 ἐρείδεσθαι ναυαγίαις to be driven ashore in shipwreck, Pi.I.1.36.IV [voice] Med.,1 in recipr. sense, struggle one with another, Il.23.735 (v.l. ἐρίζεσθον).2 c. acc., support or set firmly for oneself,πλησίον ἠρείσαντο καρήατα Simon.172
; ;ἐπὶ γαῖαν ἴχνος AP12.84
(Mel.);ἐπὶ τοίχῳ λίθον Theoc.23.49
;ἐπὶ χειρὶ παρειήν A.R.3.1160
;χεῖρας σκηπανίῳ AP6.83
(Maced.); ἐπὶ σκίπωνος τὸ γῆρας ib.7.457 ([place name] Aristo); ἐς πόλον ἐκ γαίης μῆτιν ἐ. to raise one's thoughts.., ib.9.782 (Paul. Sil.). -
13 ἐρείδω
ἐρείδω fut. ἐρείσω Pr 3:26; TestSol 6:10; 1 aor. ἤρεισα (Hom. et al.; LXX; Jos., Bell. 7, 283, Ant. 8, 133; SibOr 4, 106) to stick in someth., jam fast, become fixed (Aeschyl., Ag. 976; Plut., Numa 60 [2, 2], Crass. 554 [19, 4]) of the bow of a ship Ac 27:41 (cp. Pind., P. 10, 51f ταχὺ δʼ ἄγκυραν ἔρεισον χθονὶ πρώραθε=quickly drop the anchor fr. the prow and let it grapple the bottom).—DELG. M-M.
См. также в других словарях:
ἔρεισον — ἐρείδω cause to lean aor imperat act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)