Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἔμφωνος

См. также в других словарях:

  • έμφωνος — ἔμφωνος, ον (AM) 1. αυτός που έχει φωνή, φωνητικός, φωνήεις* 2. αυτός που έχει δυνατή φωνή 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἔμφωνον το να διαθέτει κανείς απλώς φωνή ή δυνατή φωνή. επίρρ... εμφώνως μεγαλοφώνως, με δυνατή φωνή …   Dictionary of Greek

  • ἔμφωνος — vocal masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔμφωνον — ἔμφωνος vocal masc/fem acc sg ἔμφωνος vocal neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμφώνων — ἔμφωνος vocal masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμφώνῳ — ἔμφωνος vocal masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔμφωνα — ἔμφωνος vocal neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔμφωνοι — ἔμφωνος vocal masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εν — (I) (AM ἐν, Α ποιητ. τ. ἐνί, εἰν, εἰνί) πρόθ. (με δοτ.) Ι. (για τόπο) 1. μέσα, εντός («νήσω ἐν ἀμφιρύτῃ», Ομ. Οδ.) 2. δηλώνει τη στάση σε τόπο («εν Αθήναις») 3. με κύρια ή προσηγορικά ονόματα ελλειπτικά με παράλειψη ουσ. (δόμοις, οίκω, μεγάρω,… …   Dictionary of Greek

  • φωνή — Το αποτέλεσμα ενός συντονισμένου συνόλου κινήσεων των φωνητικών οργάνων, που πραγματοποιείται κάτω από τον έλεγχο των νευρικών κέντρων. Τα συστήματα παραγωγής της φ. διαιρούνται σχηματικά σε 3 κατηγορίες: 1) αναπνευστικό σύστημα· 2) λαρυγγικό… …   Dictionary of Greek

  • ВОИПОСТАСНОЕ — [греч. ἐνυπόστατον, ἐνυποστατικόν], термин, используемый в правосл. богословии. В нек рых случаях синонимичен сущностному (ἐνούσιον, οὐσιώδης), существующему (ἐνύπαρκτον) и действенному (ἔνεργον); антоним неипостасного (ἀνυπόστατον). Более… …   Православная энциклопедия

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»