-
1 εκυρσα
-
2 έκυρσα
-
3 ἔκυρσα
-
4 κυρω
1) натыкаться, налетать(ἅρματι Hom.)
2) (при)касаться, достигать(μελάθρου HH.; τέρμονα οὐρανοῦ Eur. - v. l. ναίω; ἀστράσι Anth.)
νεφέλας κῦρσαι Soph. — воспарить к облакам3) попадать(σκοποῦ Aesch.; πήματι Hes.; med. ἄλλοτε μὲν κακῷ, ἄλλοτε δ΄ ἐσθλῷ Hom.)
4) стараться попасть, метить(ἐπ΄ αὐχένι δουρὸς ἀκωκῇ Hom.)
5) получать в удел, обретать(μητρὸς κακῆς Eur.)
πάλου ἔκυρσα τοῦπερ ἤθελον Aesch. — я получил жребий, которого добивался6) случаться, оказыватьсяτί ποτ΄ αὐτίκα κύρσει ; Soph. — что же теперь будет?
7) быть, находитьсяβωμῷ, παρ΄ ᾧ θύων ἔκυρον Soph. — у алтаря, на котором я совершал жертвоприношение
8) касаться, относитьсяοὔτ΄ εἶπον οὐδὲν πρὸς σὲ κῦρον Arph. — я не сказал ничего, что касалось бы тебя
-
5 κυρω
κυρω, fut. κύρσω, poet. Stammform von κυρέω, zufällig treffen, wohinein gerathen, erlangen; Hom. hat das praes. med. in dieser Bdtg, ἄλλοτε μέν τε κακῷ ὅγε κύρεται, ἄλλοτε δ' ἐσϑλῷ, bald geräth er in Unglück. bald in Glück, Il. 24, 530; πήματι κῦρσαι Hes. O. 693; λέων σώματι κύρσας, der auf einen Leichnam stieß, Sc. 426; das praes. act. nur sp. D., πυραμίδες ἄκρα μέτωπα κύρουσιν χρυσέοις ἀστράσι Ep. ad. 318 (710), sie reichen an die goldenen Sterne, wie Ap. Rh. ἂμ πέλαγος τετραμμένη αἰϑέρι κύρει 2, 363; vgl. ἠέρι κῠρον πέτραι 4, 945 u. μέγα δένδρεον αἰϑέρι κῦρον Callim. Cer. 38; – auch mit dem gen., μελάϑρου κῦρε κάρη, bis an die Decke reichte das Haupt, H. h. Cer. 189; vgl. αἰϑερίας νεφέλας κύρσαιμι Soph. O. C. 1085; – αἰὲν ἐπ' αὐχένι κῠρε δουρὸς ἀκωκῇ, immer trachtete er mit der Lanzenspitze nach dem Nacken, suchte des Gegners Nacken zu treffen, Il. 23, 821; λέων ἐπὶ σώματι κύρσας 3, 23, wie oben der einfache dat.; – τινός, erlangen; πικροῠ δ' ἔκυρσας μνηστῆρος Aesch. Prom. 741; πάλου δ' ἔκυρσα Pers. 765, vgl. Eum. 891; τὸν ἄϑλιον αἰδοῦς κῦρσαι Soph. O. C. 247; ὦ τέκνα, μητρὸς ὡς κακῆς ἐκύρσατε Eur. Med. 1363, vgl. Ion 1105. 1269; – auch c. acc., ἀτερπέα δ' αὖλιν ἔκυρσαν Opp. Hal. 1, 34. – Wie κυρέω, sich ereignen, τί ποτ' αὐτίκα κύρσει Soph. O. C. 225, wo der Schol. erkl. τί προβήσεται ἡμῖν; u. mit dem partic. = τυγχάνω, ϑύων ἔκυρον O. C. 1161.
-
6 κυρέω
A , Hdt.1.112: [tense] aor. , Archil.18, Hom.Epigr.6.6, Hdt.1.31, E.Hec. 215 (lyr.): [tense] pf.κεκύρηκα Pl.Alc. 2.141b
:—also [full] κύρω [pron. full] [ῡ], Parm.8.49, A.R.2.363, AP9.710, etc.: [tense] impf. ; [dialect] Ep.κῦρον Il.23.821
, h.Cer. 189, h.Ven. 174: [tense] fut.κύρσω Democr.243
, S.OC 225 (lyr.): [tense] aor. ἔκυρσα, part.κύρσας Il.3.23
, Hes.Sc. 426, Op. 691, E.Med. 1363:—[voice] Med., κύρομαι [ῡ] in act. sense, Il.24.530:—poet. Verb, of which the two forms are used as required by the metre, and some tenses occur in [dialect] Ion. and (rarely) in other Prose:I folld. by a case, hit, light upon,1 c. dat., meet with, fall in with,ἄλλοτε μὲν.. κακῷ.. κύρεται ἄλλοτε δ' ἐσθλῷ Il.24.530
;πήματι κύρσαι Hes.Op. 691
; λέων ὣς σώματι κύρσας Id.Sc. l.c.; ἅρματι κύρσας having struck against it, Il.23.428; μέγα δένδρεον αἰθέρι κῦρον reaching to.., Call.Cer.38, cf. A.R.2.363, 4.945, AP9.710; soἐν πείρασι κ. Parm.8.49
.b of things, κυρεῖν τινι befall or be granted to him, S.OC 1290, Tr. 291, E.Hec. 215 (lyr.); also εἰς ὅ τι κύρει ἕκαστα 'which way the wind blows', Timo48.5.2 c. gen., hit the mark,ἔκυρσας ὥστε τοξότης.. σκοποῦ A.Ag. 628
; reach to or as far as,μελάθρου κῦρε κάρη h.Cer. 189
; meet with, find,αἰδοίων βροτῶν κυρῆσαι Hom.Epigr.6.6
;πικροῦ δ' ἔκυρσας.. μνηστῆρος A.Pr. 739
;Ἰαόνων ναυβατᾶν κύρσαντες Id.Pers. 1012
(lyr.); αἰθερίας νεφέλας κύρσαιμι would I could reach.., S.OC 1082 (lyr.).b attain to, obtain,γάμων Archil.18
;τέκνων κ. Hdt.1.31
; καθαρσίου ib.35 (v.l.); βασιληΐης ταφῆς ib. 112;δίκης Id.9.116
;ἀτιμίης πρός τινων Id.7.158
;κυρήσει νοστίμου σωτηρίας A. Pers. 797
; στυγερᾶς μοίρας τῆσδε κυρήσας ib. 910 (anap.);κυροῦντα τῶν ἐπαξίων Id.Pr.70
;βίου λῴονος κυρῆσαι S.OT 1514
;δυσπότμων γάμων κυρήσας Id.Ant. 870
(lyr.);μητρὸς ὡς κακῆς ἐκύρσατε E.Med. 1363
, cf. Ion 1105 (lyr.);ἀμοιβῆς ἔκ τινος κυρεῖν Id.Med.23
, cf. Supp. 1170;ἀγαθῶν Pl.Alc.2.141b
, Herod.3.57;ληΐης Id.2.45
;τόσσων ἐκύρησεν ὅσ' οὐ πευσεῖσθε βέβαλοι Theoc.3.51
.3 less freq. c. acc., reach, find, τί νῦν.. κυρῶ; A.Ch. 214;βίον εὖ κυρήσας Id.Th. 699
(lyr.);ἐπ' ἀκταῖς νιν κυρῶ E.Hec. 698
; τέρμονα κύρειν dub. cj. in Id.Hipp. 746 (lyr.), cf. Opp.H.1.34.II abs., happen, come to pass, τί ποτ' αὐτίκα κύρσει; S.OC 225 (lyr.); καλῶς, εὖ κυρεῖ turns out well, A.Th.23, S.El. 799; of a person, Ἀτρείδην εἰδέναι κυροῦνθ' ὅπως how he fares, A.Ag. 1371; also ἕτερα ἀφ' ἑτέρων κακὰ κυρεῖ follow, E.Hec. 690 (lyr.);ἄλλα δ' ἐξ ἄλλων κ. Id.IT 865
(lyr.).2 to be right, hit the mark, γνώμῃ κυρήσας by intelligence, S.OT 398: c. part., τόδ' ἂν λέγων κυρήσαις in saying, A.Supp. 589 (lyr.); ἐπεικάζων κυρῶ; S.El. 663.b to be successful, prosper, Democr.243.3 as auxil. Verb, c. part., turn out, prove to be so and so,σεσωσμένος κυρεῖ A.Pers. 503
, cf. Ag. 1201; ποῦ ποτ' ὢν κυρεῖς; S.Ph. 805;θύων ἔκυρον Id.OC 1159
;ἐχθρὸς ὢν κυρεῖ E.Alc. 954
;εἰ κυρεῖ τις πέλας.. οἶκτον ἀΐων A.Supp.58
(lyr.): with part. omitted, acting merely as the copula,ἐκτὸς αἰτίας κυρεῖς Id.Pr. 332
, cf. Pers. 598; ποῦ γῆς κυρεῖ; S.Aj. 984;φονέα σε φημὶ.. κυρεῖν Id.OT 362
;ἐν κακῷ τῳ φαίνῃ κυρῶν Id.Ph. 741
;ἐν πύλαισι.. κυρεῖ E.Ph. 1067
;ἔνθα πημάτων κυρῶ Id.Tr. 685
.4 κ. πρός .. refer to,οὔτ' εἶπον οὐδὲν πρός <σε> κῦρον Trag.Adesp.226
;τὰ πρὸς διαβολὴν κυροῦντα Plb. 12.15.9
. -
7 συγκυρέω
A come together by chance,μή πως συγκύρσειαν ὁδῷ ἔνι μώνυχες ἵπποι Il.23.435
; of ships, Hdt.8.92; meet with an accident,τῇδε συγκῦρσαι τύχῃ S.OC 1404
;κήτεσι πολλοῖς συγκεκυρηκέναι D.S.17.106
;τραγικοῖς πάθεσι Id.20.21
;εὐτυχίᾳ Phld.Mort.38
; εἰς ἓν μοίρας συνέκυρσας art involved in one and the same fate, E.Andr. 1172 (anap.).2 c. part., like τυγχάνω, συνέκυρσε θέων happened to be running, Emp.53; εἰ συνεκύρησε.. παραπεσοῦσα νηῦς whether it fell in the way by chance, Hdt. 8.87.II of events and accidents, happen, occur,ἢν δέ τι δεινὸν συγκύρσῃ Thgn.698
;τάδε οἶδα.. τοῖσι ἐν Ἰταλίῃ συγκυρήσαντα Hdt.4.15
; (lyr.); τίς τύχα μοι συγκυρήσει; Id.IT 874 (lyr.); τὰ συγκυρήσαντα what had occurred, Hdt.1.119, cf. D.S.1.1;ὃ καὶ συνεκύρησε Plb.2.65.7
, cf. Phld.Rh.1.132 S.;τὰ παρὰ τοῦ δαιμονίου -ήσαντα D.H.5.56
: impers., c. inf., συνεκύρησε γενέσθαι it came to pass that.., Hdt.9.90, cf. Hp.Oct.10:—[voice] Pass., (nisi leg. συγκεκρημένον).III of places, to be contiguous to,χώραις -οῦσαν θάλατταν Plb.3.59.7
, etc.;πρὸς τόπον Plu.Arist.11
;Ἐσεβὼν καὶ ταῖς -ούσαις αὐτῇ LXX Nu.21.25
.IV v. συγκύρω.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συγκυρέω
См. также в других словарях:
ἔκυρσα — ἔκῡρσα , κυρέω hit aor ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
όρνυμι — ὄρνυμι και ὀρνύω (Α) (επικ., ποιητ. τ.) 1. διεγείρω, εξεγείρω, ξεσηκώνω 2. παροτρύνω, προτρέπω κάποιον να κάνει κάτι 3. (σχετικά με ζώο) διώχνω 4. (σχετικά με άψυχα και φυσικά φαινόμενα) επιφέρω, ανακινώ («χαλεπήν ὄρσουσα θύελλαν», Ομ. Ιλ.) 5.… … Dictionary of Greek