Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἔκπληξις

См. также в других словарях:

  • ἔκπληξις — consternation fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκπλήξει — ἔκπληξις consternation fem nom/voc/acc dual (attic epic) ἐκπλήξεϊ , ἔκπληξις consternation fem dat sg (epic) ἔκπληξις consternation fem dat sg (attic ionic) ἐκπλήσσω strike out of aor subj act 3rd sg (epic) ἐκπλήσσω strike out of fut ind mid 2nd… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκπλήξεις — ἔκπληξις consternation fem nom/voc pl (attic epic) ἔκπληξις consternation fem nom/acc pl (attic) ἐκπλήσσω strike out of aor subj act 2nd sg (epic) ἐκπλήσσω strike out of fut ind act 2nd sg ἐκπλήσσω strike out of aor subj act 2nd sg (epic)… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκπληξίων — ἔκπληξις consternation fem gen pl (epic doric ionic aeolic) ἐκπλήσσω strike out of fut part act masc nom sg (doric) ἐκπλήσσω strike out of fut part act masc nom sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκπλήξιες — ἔκπληξις consternation fem nom/voc pl (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔκπληξιν — ἔκπληξις consternation fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ужас — род. п. а, ужаснуться, ужасный, укр. ужах, жах страх, ужас , ужахнути напугать , блр. ужаслiвы страшный , др. русск. ужасъ, ужасть страх, ужас , ст. слав. оужасъ ἔκστασις, ἔκπληξις (Остром., Супр.), цслав. жасити пугать , прѣжасъ ужас,… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • ужас — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;}  =  сущ. (греч. ἔκστασις) удивление, изумление; исступление,… …   Словарь церковнославянского языка

  • έκπληξη — η (AM ἔκπληξις) 1. ψυχολογική κατάσταση στην οποία περιέρχεται κανείς από απροσδόκητο γεγονός, ευχάριστο ή δυσάρεστο, το ξάφνιασμα νεοελλ. το ίδιο το απροσδόκητο γεγονός, ιδίως ευχάριστο αρχ. μσν. 1. κατάπληξη, τρόμος 2. θαυμασμός …   Dictionary of Greek

  • ενθουσία — ἐνθουσία, η (AM) μσν. θεοφορία («ἐνθουσία θεοφορία», Ζωναρ.) αρχ. μσν. 1. ενθουσιασμός, έμπνευση 2. κατά τον Ησύχ. «ἔκπληξις». [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητικός σχηματισμός από το ρ. ενθουσιάζω] …   Dictionary of Greek

  • μαιεύω — και μαιεύομαι (AM μαιεύομαι) [μαία] 1. (για μαία και μαιευτήρα) βοηθώ επίτοκη να γεννήσει, ξεγεννώ 2. αποσπώ απάντηση ή ομολογία με τη μαιευτική τέχνη τού Σωκράτους, εκμαιεύω μσν. αρχ. μτφ. φέρνω στο φώς, εμφανίζω για πρώτη φορά αρχ. 1. ενεργώ ως …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»