Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἐστόρεσα

См. также в других словарях:

  • ἐστόρεσα — στόρεννυμι aor ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σβέννυμι — και σβεννύω ΜΑ σβήνω (α. «ἐγώ σε ἐνταῡθα τῷ ἐσβεσμένῳ πυρὶ κατακαύσω», Αγαθ. Ιστ. β. «ἀμελήσαντες σβεννύναι τὸ καιόμενον», Ηρόδ.) αρχ. 1. (σχετικά με υγρό ή ρευστό) κάνω κάτι να ξεραθεί, να πήξει («ἡ Μηδικὴ πόα σβέννυσι τὸ γάλα», Αριστοτ.) 2.… …   Dictionary of Greek

  • στορεστής — ο, ΝΑ νεοελλ. τεχνίτης ειδικός στην επίστρωση, ταπετσιέρης αρχ. αυτός που φέρνει γαλήνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < αόρ. ἐστόρεσα τού αρχ. στόρνυμι* (πρβλ. μτγν. στορέννυμι)] …   Dictionary of Greek

  • στόρεσμα — το, Ν επίστρωμα, ιδίως τοίχου, ταπετσαρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < αόρ. ἐστόρεσα τού αρχ. στόρνυμι* (πρβλ. στορεστής)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»