-
1 ερωη
Iἥ [ одного корня с ῥέω и ῥώομαι]1) напор, натиск2) быстрое движение, сила (размаха)(λικμητῆρος Hom.)
3) стремительный полет, стремительность(δούρατος, βελέων Hom.)
4) дальность полета(ὅσον ἐπὴ δουρὸς ἐ., sc. γίγνεται Hom.)
λείπετο Μενελάου δουρὸς ἐρωήν Hom. — (Мерион) отстал от Менелая на бросок копья5) бурная страсть, вожделение(περὴ Κύπριν Anth.)
IIἥ [ одного корня с ἐρωέω II] прекращение, затихание(μάχης Theocr.)
πολέμου οὐ γίγνετ΄ ἐ. Hom. — сражение не утихало -
2 ερωεω
I[ἐρωή I] стремительно течь, с силой вытекать(αἷμα ἐρωήσει περὴ δουρί Hom.)
II[ἐρωή II]1) уходить, отступатьἐρωῆσαι πολέμοιο или χάρμης Hom. — бежать (уклониться) от боя
2) оставлять, прекращать(ἐ. καμάτοιο HH.)
τὸ μὲν οὔποτ΄ ἐρωεῖ Hom. — это никогда не прекращается3) (тж. ἐ. ὀπίσσω Hom.) оставаться (на месте), отставатьἴθι νῦν κατὰ λαὸν Ἀχαιῶν μηδ΄ ἔτ΄ ἐρώει Hom. — отправляйся в стан ахейцев, да не медли
4) отгонять, отражать(τινα ἀπὸ νηῶν Hom.)
5) оставлять, покидать(τινα Theocr.)
См. также в других словарях:
ερωή — ἐρωή, ἡ (Α) 1. γρήγορη κίνηση, ορμή, δύναμη («δουρὸς ἐρωή» η βολή τού δόρατος, Ομ. Ιλ.) 2. διέγερση, επιθυμία («γαστρὸς ἐρωή», Οππ.) 3. αποχώρηση, αποχή από κάτι, ησυχία («πολέμου ἐρωή» αποχή από τον πόλεμο, Ομ. Ιλ.) 4. διαφυγή, σωτηρία («οὐ γὰρ… … Dictionary of Greek
ἐρωή — fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρωῇ — ἐρωέω rush pres subj mp 2nd sg ἐρωέω rush pres ind mp 2nd sg ἐρωέω rush pres subj act 3rd sg ἐρωή fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρῴη — ἐράω 1 love pres opt act 3rd sg ἐράω 2 pour forth pres opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρωῆι — ἐρωῇ , ἐρωέω rush pres subj mp 2nd sg ἐρωῇ , ἐρωέω rush pres ind mp 2nd sg ἐρωῇ , ἐρωέω rush pres subj act 3rd sg ἐρωῇ , ἐρωή fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρωαῖς — ἐρωή fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρωήν — ἐρωή fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ere-s-2 (ers-, r̥s-, eres-), and rē̆ s-, rō̆ s- — ere s 2 (ers , r̥s , eres ), and rē̆ s , rō̆ s English meaning: to flow Deutsche Übersetzung: “fließen”; von lebhafter Bewegung ũberhaupt, also “umherirren” and “aufgebracht, aufgeregt sein” Material: 1. O.Ind. rása ḥ “juice,… … Proto-Indo-European etymological dictionary
роса — укр., блр. роса, ст. слав. роса δρόσος, ὄμβρος (Супр.), болг. роса, сербохорв. ро̀са, вин. ро̏су, словен. rosa, чеш., слвц., польск. rоsа, в. луж., н. луж. rоsа. Родственно лит. rasà, вин. rãsą роса , лтш. rаsа, др. инд. rasā ж. влажность,… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
ερωώ — ἐρωῶ, έω (Α) 1. ρέω, χύνομαι ορμητικά, αναβλύζω («αἷμα κελαινὸν ἐρωήσει περὶ δουρί», Ομ. Οδ.) 2. υποχωρώ μπροστά σε κάτι, αποσύρομαι, ενδίδω («ἐρωῆσαι πολέμοιο») 3. εγκαταλείπω, αφήνω 4. αποτρέπω. [ΕΤΥΜΟΛ. Ρ. συγγενές αλλ’ όχι παράγωγο τού ερωή* … Dictionary of Greek
λικμητήρας — ο, θηλ. λικμήτειρα (Α λικμητήρ, ῆρος) [λικμώ] αυτός που λιχνίζει τον σίτο, λιχνιστής («πνοιῇ ὕπο λιγηρῇ καὶ λικμητῆρος ἐρωῇ», Ομ. Ιλ.) νεοελλ. το θηλ. η λικμήτερα λιχνιστική μηχανή … Dictionary of Greek