-
1 ερωη
Iἥ [ одного корня с ῥέω и ῥώομαι]1) напор, натиск2) быстрое движение, сила (размаха)(λικμητῆρος Hom.)
3) стремительный полет, стремительность(δούρατος, βελέων Hom.)
4) дальность полета(ὅσον ἐπὴ δουρὸς ἐ., sc. γίγνεται Hom.)
λείπετο Μενελάου δουρὸς ἐρωήν Hom. — (Мерион) отстал от Менелая на бросок копья5) бурная страсть, вожделение(περὴ Κύπριν Anth.)
IIἥ [ одного корня с ἐρωέω II] прекращение, затихание(μάχης Theocr.)
πολέμου οὐ γίγνετ΄ ἐ. Hom. — сражение не утихало
См. также в других словарях:
λικμητῆρος — λικμητήρ winnower masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λικμητήρας — ο, θηλ. λικμήτειρα (Α λικμητήρ, ῆρος) [λικμώ] αυτός που λιχνίζει τον σίτο, λιχνιστής («πνοιῇ ὕπο λιγηρῇ καὶ λικμητῆρος ἐρωῇ», Ομ. Ιλ.) νεοελλ. το θηλ. η λικμήτερα λιχνιστική μηχανή … Dictionary of Greek