-
1 επιπεμπτος
21) содержащий единица + одна пятая, т.е. 20% приростаἐπίπεμπτον (sc. δάνεισμα) Xen. — ссуда из 20%
2) составляющий одну пятую Arph. -
2 πεμπω
(fut. πέμψω - дор. πεμψῶ, aor. ἔπεμψα, pf. πέπομφα, ppf. ἐπεπόμφειν, эп. 3 л. sing. impf. iter. πέμπεσκε, эп. inf. praes. πεμπέμεν(αι), inf. fut. πεμψέμεναι; pass.: fut. πεμφθήσομαι, aor. ἐπέμφθην, pf. πέπεμμαι - 2 л. πέπεμψαι, ppf. ἐπεπέμμην; adj. verb. πεμπτός и πεμπτέος)1) посылать, отправлять(τινὰ ἐς Τροίην, Λυκίηνδε Hom.; π. Θήβας Soph.; τινὴ ξένια Xen.)
π. κήρυκας περὴ σπονδῶν Xen. — посылать глашатаев для переговоров о мире;π. ἐπί τινα Thuc. — посылать за кем-л.;π. ἐπὴ βοήθειαν Xen. — посылать за помощью;πέμπεσθαί τινα ἐπί τινα Soph. — посылать кого-л. от себя к кому-л.;π. τινὰ ὁδόν Soph. — отправлять кого-л. в путь;π. εἰς διδασκάλων Plat. — посылать в школу;πέμπει κελεύον Thuc. — он посылает приказание;πέμπων ἐκέλευε Xen. — он велел через посла;πέμψας πρὸς τὸν ναύαρχον, ἐδεῖτο διαβιβάσαι τὸ στράτευμα Xen. — (Фарнабаз) посылает к наварху с просьбой увести войско;πέμπεσθαί τινα Soph. — посылать за кем-л., отзывать кого-л. обратно;τί χρῆμ΄ ἐπέμψω τὸν ἐμὸν ἐκ δόμων πόδα ; Eur. — зачем ты послала за мной?2) ниспосылать(κακόν τινι Hom.; ὀνείρατα Soph.; φόβον Plat.)
; даровать(ὄλβον Pind.; ἀλκάν Soph.)
3) сопровождать, провожать, отвозить(τινὰ σὺν νηῒ ἐς Χρύσην Hom.; πέμψον με πρὸς οἴκους Soph.)
γῆς τινα π. ἄποικον Soph. — отправлять кого-л. в изгнание4) культ. сопровождать в торжественной процессии, торжественно справлять(πομπήν Her.; χορούς Eur.; Παναθήναια Men.; θρίαμβον Plut.)
; pass. πέμπεσθαι Her. быть носимым в торжественной процессии5) испускать, издавать(ἰαχάν Aesch.)
-
3 λεγω
I[ одного корня с λέχος, λόχος, ἄλοχος, λέκτρον] (fut. λέξω, aor. ἔλεξα; med.: fut. λέξομαι, aor. 1 ἐλεξάμην, aor. 2 ἐλέγμην, imper. λέξο и λέξεο)1) укладывать в постель, отводить ко сну(τινά Hom.)
2) сковывать сном, усыплять(νόον τινός Hom.)
3) med. ложиться спать(εἰς εὐνήν Hom.)
4) med. засыпать(ἡδέϊ ὕπνῳ Hom.; σὺν παρακοίτι Hes.)
5) med. располагаться, размещаться(παρὰ τάφρον Hom.)
6) med. лежать (без дела), бездействовать(μηκέτι νῦν δῆθ΄ αὖθι λεγώμεθα Hom.)
II(fut. λέξω, aor. ἔλεξα; med.: fut. λέξομαι, aor. 1 ἐλεξάμην, aor. 2 ἐλέγμην; aor. pass. ἐλέχθην)1) собирать(αἱμασιάς, ὀστέα, med. ξύλα Hom.)
2) выбирать, набиратьπέμπτος μετὰ τοῖσιν ἐλέγμην Hom. — я присоединился к ним в качестве пятого3) причислять, относить (к числу кого-л.), считать (в числе кого-л.)(τινὰ ἔν τισι Hom., Aesch.)
λ. τινὰ οὐδαμοῦ Soph. — не ставить кого-л. ни во что;κέρδος αὖτ΄ ἐγὼ λέγω Soph. — это я считаю выгодой (счастьем)4) перечислять, пересказывать(κήδεα θυμοῦ, θέσκελα ἔργα Hom.)
τί σε χρέ ταῦτα λέγεσθαι ; Hom. — зачем тебе это перечислять?5) высказывать, произносить(ὀνείδεά τινι Hom.)
6) med. пересчитывать, сосчитывать, считать(ἀριθμόν Hom.)
[ одного корня с λέγω II] (fut. λέξω, aor. ἔλεξα - атт. обычно супплетивно: fut. ἐρῶ, aor. 2 εἶπον - реже aor. 1 εἶπα, pf. εἴρηκα; pass.: fut. λεχθήσομαι, aor. ἐλέχθην - чаще ἐρρήθην, pf. λέλεγμαι - чаще εἴρημαι)1) говорить, сообщать, рассказывать(ἀμφί τινος Aesch., περί τινος Soph., Thuc., Arst., NT. и ὑπέρ τινος Soph., Xen. etc.; ψευδῆ, τἀληθῆ, μῦθόν τινα Aesch.)
λέγοις ἄν Plat. — расскажи, пожалуйста;λόγος λέλεκται πᾶς Soph. — сказано все, т.е. я кончил;λέξαι Οἰδίπουν ὀλωλότα Soph. — сообщить, что Эдип скончался;θανεῖν ἐλέχθη Soph. — сказали, что он погиб;τὰ λελεγμένα Arst. — сказанное (выше);τὰ λεχθησόμενα Arst. — то, что будет сказано (ниже);τὸ (ἐν παροιμίᾳ) λεγόμενον Plat., Arst. etc. — как говорится;ὅ λέγων Dem. — говорящий, оратор;ἀλλήλους τὰ ἔσχατα λ. Xen. — наносить друг другу величайшие оскорбления;в — плеонастических оборотах:χαίρειν τινὴ λ. NT. — приветствовать кого-л.;λ. ἐπί τινι ἀγαθὰς εὐχάς Aesch. — желать счастья кому-л.;λ. τά τινος Dem. — выступать в чью-л. пользу2) гласить(τὰ γράμματα ἔλεγε τάδε Her.; ὡς ὅ νόμος λέγει Dem.)
3) говорить дело, т.е. правильноκινδυνεύεις τι λ. или ἴσως ἄν τι λέγοις Plat. — возможно, что ты прав;
οὐδὲν λέγεις Arph. — ты говоришь вздор;σὺ λέγεις NT. — да, ты правду говоришь4) называть, именовать(τινὰ ἀγαθόν NT.; οἱ λεγόμενοι αὐτόνομοι εἶναι Xen.; τὰ λεγόμενα στοιχεῖα Arst.)
5) разуметь, подразумеватьπῶς λέγεις ; Plat. — что ты хочешь (этим) сказать?;
ποταμός, Ἀχελῷον λέγω Soph. — (некая) река, а именно Ахелой;τὸν ἄνδρα τὸν σόν, τὸν δ΄ ἐμὸν λέγω πατέρα Soph. — твоего супруга, то-есть моего отца6) означать, значить(τί τοῦτο λέγει; Arph.)
7) декламировать, читать(ποιήματα Plat.)
8) читать вслух(τὸ βιβλίον Plat.; τὸ ψήφισμα Dem.)
9) воспевать(Ἀτρείδας Anacr.)
10) восхвалять, превозносить(τέν ἑαυτοῦ ῥώμην Xen.)
11) приказывать, предписывать(τινὴ ποιεῖν τι Aesch., Soph., Xen. etc.)
λ. μέ ποιεῖν τι NT. — запрещать что-л.12) хорошо говорить, владеть ораторским искусством(λαλεῖν ἄριστος, ἀδυνατώτατος λ. Eupolis ap. Plut.)
13) передавать (через кого-л.), велеть сказать(Κῦρος ἔπεμπε βίκους οἴνου, λέγων ὅτι … Xen.)
См. также в других словарях:
θεόπεμπτος — η, ο (AM θεόπεμπτος, ον) ο σταλμένος από τον θεό (ή τους θεούς), ο θεόσταλτος νεοελλ. μοιραίος αρχ. υπεράνθρωπος, εξαιρετικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + πεμπτος (< πέμπω), πρβλ. διά πεμπτος, επί πεμπτος] … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Αθλητισμός — Ο ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων Οι θεωρίες που έχουν διατυπωθεί για την καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων είναι πολλές. Πολλά από τα αθλήματα, όπως το τρέξιμο, το ακόντιο και η… … Dictionary of Greek
Κάρολος — I (Charles). Όνομα επτά αυτοκρατόρων της Αγίας Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. 1. Κ. Α’. Βλ. λ. Καρλομάγνος. 2. Κ. Β’, ο Φαλακρός (Φρανκφούρτη 823 – Μπριντ λε Μπεν, Σαβοΐα 877). Αυτοκράτορας της Αγίας Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας (875 877). Ήταν υστερότοκος… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
ГРИГОРИЙ ПАЛАМА — [Греч. Γρηγόριος Παλαμᾶς] (ок. 1296, К поль 14.11.1357, Фессалоника), свт. (пам. 14 нояб., переходящее празд. во 2 ю Неделю Великого поста), архиеп. Фессалоникийский, отец и учитель Церкви. Жизнь Источники Свт. Григорий Палама. Икона. Посл. треть … Православная энциклопедия
λέων — I Όνομα λογίων της βυζαντινής περιόδου. 1. Λόγιος και κληρικός (9ος αι.). Σοφός δάσκαλος με ευρεία εγκυκλοπαιδική μόρφωση και σκέψη, άκμασε την εποχή κατά την οποία στο Βυζάντιο σημειώθηκε μια αξιόλογη πνευματική άνθηση επί Θεοφίλου και Μιχαήλ Γ’ … Dictionary of Greek
Κάλβος, Ανδρέας — (Ζάκυνθος 1792 – Λάουθ, Αγγλία 1869). Ποιητής. Σε παιδική ηλικία πήγε στο Λιβόρνο της Ιταλίας μαζί με τον μικρότερο αδελφό του, εξαιτίας των ασχολιών του εμπόρου πατέρα του. Το 1805 οι γονείς του χώρισαν και τότε η μητέρα έχασε, καθώς φαίνεται,… … Dictionary of Greek
Ιάκωβος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ι. ο πρεσβύτερος. Ένας από τους δώδεκα Αποστόλους. Ήταν ο μεγαλύτερος γιος του Ζεβεδαίου και αδελφός του Ιωάννη. Μαρτύρησε επί Ηρώδη Αγρίππα Α’, περίπου το έτος 42 μ.Χ. (Πράξεις των Αποστόλων κβ’).… … Dictionary of Greek
Epistula ad Carpianum — Der Epistula ad Carpianum (Brief an Carpian) ist die traditionelle Bezeichnung eines Briefes, den Eusebius an einen Christen namens Carpianus geschrieben hat und der mitunter im Kanon der Evangelien auftaucht. In diesem Text erklärt Eusebius sein … Deutsch Wikipedia
αυτός — ή, ό (AM αὐτός, ή, ό) (μσν.νεοελλ. και αὖτός, αὐτόνος, αὐτοῡνος, αὐτεῑνος, ἀτός) (αντων.) Ι. Αντιδιασταλτική, Οριστική (μερικές φορές με το άρθρο ή με το έναρθρο ο ίδιος πρβλ. «αυτός φταίει», «θα βρω αυτή την ίδια», «ὅλοι ἐπαρεδόθησαν κι ὁ… … Dictionary of Greek
επίπεμπτος — η, ο (Α ἐπίπεμπτος, ον) [επιπέμπω] μαθημ. αυτός που περιέχει μία ακέραια μονάδα και επί πλέον το ένα πέμπτο της (1 + 1 / 5) νεοελλ. μουσ. ο αριθμητικός και αρμονικός λόγος τής συγχορδίας που παράγεται με διαστήματα τρίτης στη φυσική διατονική… … Dictionary of Greek