-
1 επικτητος
2( вновь) приобретенный(οἱ ἐπίκτητοι καὴ οἱ ἀρχαῖοι φίλοι Xen.; τὰ φύσει ὄντα καὴ τὰ ἐπίκτητα Plat.; νόσος γῆρας ἐπίκτητον, τὸ γῆρας νόσος φυσική Arst.)
Αἴγυπτός ἐστι ἐ. γῆ Her. — (прибрежный) Египет есть земля приобретенная (т.е. образованная наносами Нила);τὸ ἐπίκτητον или ἥ ἐ. (sc. οὐσία) Plat. — благоприобретенное (лично нажитое) имущество;τὰ ἐπίκτητα ἔθνη Plut. — присоединенные области
См. также в других словарях:
κτώμαι — άομαι (AM κτῶμαι, άομαι, Α ιων. τ. κτέομαι) 1. (ως μέσ.) παίρνω κάτι στην κατοχή μου, πορίζομαι, γίνομαι κύριος, αποκτώ (α. «κτήσεται δ ἄνευ δορὸς αὐτόν τε καὶ γῆν», Αισχύλ. β. «πολλάκις δοκεῑ τὸ φυλάξαι τ άγαθά τοῡ κτήσασθαι χαλεπώτερον εἶναι»,… … Dictionary of Greek
εύκτητος — εὔκτητος, ον (Α) αυτός που αποκτάται ή αποκτήθηκε εύκολα και τίμια («πλοῡτος εὔκτητος», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κτητος (< κτώμαι), πρβλ. δορί κτητος, επί κτητος] … Dictionary of Greek
θεόκτητος — θεόκτητος, ον (Μ) αυτός τον οποίο αποκτά κάποιος από θεό ή από θεϊκή εύνοια. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + κτητος (< κτώμαι), πρβλ. επί κτητος, ιδιό κτητος] … Dictionary of Greek