-
1 επικτητος
2( вновь) приобретенный(οἱ ἐπίκτητοι καὴ οἱ ἀρχαῖοι φίλοι Xen.; τὰ φύσει ὄντα καὴ τὰ ἐπίκτητα Plat.; νόσος γῆρας ἐπίκτητον, τὸ γῆρας νόσος φυσική Arst.)
Αἴγυπτός ἐστι ἐ. γῆ Her. — (прибрежный) Египет есть земля приобретенная (т.е. образованная наносами Нила);τὸ ἐπίκτητον или ἥ ἐ. (sc. οὐσία) Plat. — благоприобретенное (лично нажитое) имущество;τὰ ἐπίκτητα ἔθνη Plut. — присоединенные области -
2 Επικτητος
ὁ Эпиктет (родом из Фригии, вольноотпущенник Эпафродита, философ стоической школы I в. н.э.) Luc. -
3 επίκτητος
-
4 επι-
приставка, обозначающая:3) сопровождение (ἐπαυλέω)4) прибавление, избыток (ἐπιδίδωμι, ἐπίκτητος)5) следование, последовательность (ἐπιγίγνομαι, ἐπακολουθέω)6) причинность (ἐπαισχύνομαι)
См. также в других словарях:
Ἐπίκτητος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπίκτητος — gained besides masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επίκτητος — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Φιλόσοφος (Ιεράπολις, Φρυγία περ. 50 μ.Χ. – Νικόπολις, Ήπειρος 138 μ.Χ.). Μαζί με τον Σενέκα και τον Μάρκο Αυρήλιο, ο Ε. είναι ένας από τους κυριότερους εκπροσώπους της τρίτης σχολής του στωικισμού, του ρωμαϊκού… … Dictionary of Greek
Επίκτητος — ο αρχαίος Έλληνας φιλόσοφος από την Ιεράπολη της Φρυγίας (1ος 2ος αι.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
επίκτητος — η, ο επίρρ. α 1. που αποκτήθηκε ύστερα ή επιπρόσθετα: Επίκτητη περιουσία (που δεν κληρονομήθηκε). 2. που δεν είναι έμφυτος, που δεν είναι από γεννησιμιού: Επίκτητο ελάττωμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐπικτήτως — ἐπίκτητος gained besides adverbial ἐπίκτητος gained besides masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπίκτητον — ἐπίκτητος gained besides masc/fem acc sg ἐπίκτητος gained besides neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἐπικτήτοιο — Ἐπίκτητος masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικτήτοιο — ἐπίκτητος gained besides masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἐπικτήτοις — Ἐπίκτητος masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικτήτοις — ἐπίκτητος gained besides masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)