Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἐπίπλευσιν

См. также в других словарях:

  • ἐπίπλευσιν — ἐπίπλευσις sailing against fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επίπλευση — Μέθοδος αποχωρισμού των ορυκτών από τις προσμείξεις που τα συνοδεύουν. Η τεχνική αυτή βασίζεται στη διαφορά διαβροχής μεταξύ της επιφάνειας των ορυκτών και των προσμείξεων, ενώ εκμεταλλεύεται τη δυνατότητα του υλικού που δεν έχει διαβρεχτεί να… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»