-
1 επίπλευσιν
-
2 ἐπίπλευσιν
-
3 επιπλευσις
- εως ἥ воен. подплытие, подступ (к неприятельскому берегу)ἔχειν τέν ἐπίπλευσιν ἀπὸ τοῦ πελάγους τε καὴ ἀνάκρουσιν Thuc. — иметь возможность и для нападения со стороны моря, и для отступления
См. также в других словарях:
ἐπίπλευσιν — ἐπίπλευσις sailing against fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επίπλευση — Μέθοδος αποχωρισμού των ορυκτών από τις προσμείξεις που τα συνοδεύουν. Η τεχνική αυτή βασίζεται στη διαφορά διαβροχής μεταξύ της επιφάνειας των ορυκτών και των προσμείξεων, ενώ εκμεταλλεύεται τη δυνατότητα του υλικού που δεν έχει διαβρεχτεί να… … Dictionary of Greek