-
1 επισπερχης
См. также в других словарях:
περισπερχής — ές, Α 1. πολύ ταχύς, βίαιος, ορμητικός, βιαστικός («ὦ περισπερχές πάθος» βιαστικό, ξαφνικό κακό, Σοφ.) 2. (κατά τον Ησύχ.) «περιώδυνος». [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + σπερχής (< *σπέρχος < σπέρχω, ομαι «θέτω σε ταχεία κίνηση, είμαι οργισμένος»),… … Dictionary of Greek
επισπερχής — ἐπισπερχής, ές (Α) ορμητικός, σφοδρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + σπερχής (< σπέρχομαι «κινούμαι ορμητικά»] … Dictionary of Greek