Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

ἐπισπερχής

См. также в других словарях:

  • επισπερχής — ἐπισπερχής, ές (Α) ορμητικός, σφοδρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + σπερχής (< σπέρχομαι «κινούμαι ορμητικά»] …   Dictionary of Greek

  • ἐπισπερχής — hasty masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπισπερχεστέρως — ἐπισπερχής hasty masc acc comp pl (doric) ἐπισπερχής hasty comp …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπισπερχῶς — ἐπισπερχής hasty adverbial (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»