-
1 επισπερχης
См. также в других словарях:
επισπερχής — ἐπισπερχής, ές (Α) ορμητικός, σφοδρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + σπερχής (< σπέρχομαι «κινούμαι ορμητικά»] … Dictionary of Greek
ἐπισπερχής — hasty masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπισπερχεστέρως — ἐπισπερχής hasty masc acc comp pl (doric) ἐπισπερχής hasty comp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπισπερχῶς — ἐπισπερχής hasty adverbial (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)