-
1 επιδευομαι
1) не иметь, быть лишенным, иметь недостаток (в чём-л.), нуждаться(χρυσοῦ Hom.)
2) быть слабее, уступать(κείνων ἀνδρῶν Hom.)
μάχης ἐ. τινος Hom. — уступать кому-л. в бою
См. также в других словарях:
επιδεύομαι — ἐπιδεύομαι (Α) 1. μού λείπει κάτι, στερούμαι («νῡν δ’ ἤδη τούτων ἐπιδεύομαι», Ομ. Οδ.) 2. χρειάζομαι τη βοήθεια κάποιου («σεῡ ἐπιδευόμενος») 3. υστερώ, μειονεκτώ («πολλὸν κείνων ἐπιδεύεαι ἀνδρῶν»). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + δεύομαι «στερούμαι, έχω… … Dictionary of Greek