-
1 επιγνωμων
I2, gen. ονος1) знающий, сведущий(τινός Plat., Sext.)
χρέ γίγνεσθαι ἐπιγνώμονας τοῦ παραλειπομένου Plat. — необходимо знать, что (именно) пропущеноII- ονος ὅ сведущее лицо, знаток, эксперт(τῆς τιμῆς τινος Dem.; ἐ. καὴ βεβαιωτές αἰτιῶν Plut.)
-
2 κομπαζω
бросать красивые, но пустые фразы, хвастливо говорить, хвастаться(τέν πατρῴαν τέχνην Soph.; μάτην Eur.; τι περὴ αὑτοῦ Plut.)
οὐ κομπάσαιμ΄ ἂν θεσφάτων γνώμων ἄκρος εἶναι Aesch. — не стану хвастаться, будто понимаю пророческие изречения;κρείσσον΄ ἐν κυναγίαις Ἀρτέμιδος εἶναι κ. Eur. — хвалиться (своим) превосходством в охоте над (самой) Артемидой;κ. μᾶλλον ἢ τιμωρεῖσθαι Lys. — больше разглагольствовать (о наказаниях), чем наказывать;τίνος δὲ παῖς πατρὸς κομπάζεται ; Eur. — сыном какого же отца слывет (Диомед)?
См. также в других словарях:
δίκαιο — Ο όρος δ. είναι ιδιαίτερα ευρύς και χρησιμοποιείται με περισσότερες από μία σημασίες. Γενικά ο όρος δ. χρησιμοποιείται για να προσδώσει την έννοια του ορθού και του πρέποντος σε πράξεις και σε συμπεριφορές.Ως στενός νομικός όρος υπέστη εκτεταμένη … Dictionary of Greek
λείπω — (AM λείπω, Μ και λείβγω) 1. δεν υπάρχω, ελλείπω (α. «από το βιβλίο λείπουν τα πρώτα φύλλα» β. «λείπουσι δὲ [αἱ τρίχες] καὶ ῥέουσι κατὰ τὴν ἡλικίαν αἱ ἐκ τῆς κεφαλῆς καὶ μάλιστα καὶ πρῶται», Αριστοτ. γ. «λείπει μὲν οὐδ ἃ πρόσθεν εἴδομεν τὸ μὴ οὐ… … Dictionary of Greek
ρολόι — Όργανο που χρησιμοποιείται για τη μέτρηση του χρόνου. Όλες οι μέθοδοι για τη μέτρηση του χρόνου βασίζονται στη χρησιμοποίηση κάποιας κανονικής κίνησης με την οποία η διαφορά χρόνου μετατρέπεται σε διαφορά διαστήματος που διακρίνεται εύκολα. Το… … Dictionary of Greek
Ακινάτης, Θωμάς — (Tommaso d’ Aquino, Ροκασέκα 1225 – Φοσανόβα 1274). Άγιος της Δυτ. Kαθολικής Εκκλησίας, Ιταλός θεολόγος και φιλόσοφος. Η οικογένειά του, μεγάλη και παλιά, λογγοβαρδικής καταγωγής, τον αφιέρωσε σε ηλικία πέντε ετών στο μοναστήρι του Μοντεκασίνο.… … Dictionary of Greek