-
1 επιγνωμων
I2, gen. ονος1) знающий, сведущий(τινός Plat., Sext.)
χρέ γίγνεσθαι ἐπιγνώμονας τοῦ παραλειπομένου Plat. — необходимо знать, что (именно) пропущеноII- ονος ὅ сведущее лицо, знаток, эксперт(τῆς τιμῆς τινος Dem.; ἐ. καὴ βεβαιωτές αἰτιῶν Plut.)
См. также в других словарях:
επιγνώμων — ἐπιγνώμων, ο (AM) [επιγιγνώσκω] 1. έμπειρος 2. αυτός που συγχωρεί αρχ. 1. αιρετός κριτής, διαιτητής 2. εκτιμητής («τὸν βασανιστὴν Μνησικλέα ἐπιγνώμονα τῆς τιμῆς εἷναι τοῡ παιδός», Δημοσθ.) 3. επιστάτης, επόπτης … Dictionary of Greek
ἐπιγνώμων — arbiter masc/fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιγνωμόνων — ἐπιγνώμων arbiter masc/fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιγνώμονα — ἐπιγνώμων arbiter masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιγνώμονας — ἐπιγνώμων arbiter masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιγνώμονες — ἐπιγνώμων arbiter masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιγνώμονι — ἐπιγνώμων arbiter masc/fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιγνώμονος — ἐπιγνώμων arbiter masc/fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιγνώμοσιν — ἐπιγνώμων arbiter masc/fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιγνώμον' — ἐπιγνώμονα , ἐπιγνώμων arbiter masc/fem acc sg ἐπιγνώμονι , ἐπιγνώμων arbiter masc/fem dat sg ἐπιγνώμονε , ἐπιγνώμων arbiter masc/fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γνώμονας — Όργανο που χρησιμεύει για τη χάραξη κάθετων ευθειών καθώς και για τον έλεγχο της καθετότητας δύο ευθειών ή δύο επιπέδων. Αποτελείται από δύο κανόνες σε ορθή γωνία. Για το γεωμετρικό σχέδιο ο γ. κατασκευάζεται, γενικά, σε σχήμα ορθογώνιου τριγώνου … Dictionary of Greek