Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

ἐπιγνώμων

См. также в других словарях:

  • επιγνώμων — ἐπιγνώμων, ο (AM) [επιγιγνώσκω] 1. έμπειρος 2. αυτός που συγχωρεί αρχ. 1. αιρετός κριτής, διαιτητής 2. εκτιμητής («τὸν βασανιστὴν Μνησικλέα ἐπιγνώμονα τῆς τιμῆς εἷναι τοῡ παιδός», Δημοσθ.) 3. επιστάτης, επόπτης …   Dictionary of Greek

  • ἐπιγνώμων — arbiter masc/fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιγνωμόνων — ἐπιγνώμων arbiter masc/fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιγνώμονα — ἐπιγνώμων arbiter masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιγνώμονας — ἐπιγνώμων arbiter masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιγνώμονες — ἐπιγνώμων arbiter masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιγνώμονι — ἐπιγνώμων arbiter masc/fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιγνώμονος — ἐπιγνώμων arbiter masc/fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιγνώμοσιν — ἐπιγνώμων arbiter masc/fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιγνώμον' — ἐπιγνώμονα , ἐπιγνώμων arbiter masc/fem acc sg ἐπιγνώμονι , ἐπιγνώμων arbiter masc/fem dat sg ἐπιγνώμονε , ἐπιγνώμων arbiter masc/fem nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γνώμονας — Όργανο που χρησιμεύει για τη χάραξη κάθετων ευθειών καθώς και για τον έλεγχο της καθετότητας δύο ευθειών ή δύο επιπέδων. Αποτελείται από δύο κανόνες σε ορθή γωνία. Για το γεωμετρικό σχέδιο ο γ. κατασκευάζεται, γενικά, σε σχήμα ορθογώνιου τριγώνου …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»