Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἐπιτεῖλαι

См. также в других словарях:

  • ἐπιτείλαι — ἐπιτείλαῑ , ἐπιτέλλω enjoin aor opt act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιτεῖλαι — ἐπιτέλλω enjoin aor inf act …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπίτειλαι — ἐπιτέλλω enjoin aor imperat mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τέρμα — το, ΝΜΑ 1. το τελικό σημείο ή όριο χώρου ή χρόνου στο οποίο καταλήγει κανείς ή περατώνεται κάτι, τέλος, πέρας (α. «τέρμα οδού» β. «τέρμα τού καλοκαιριού» γ. «οἶσθα γὰρ εὖ περί τέρμαθ ἑλισσέμεν», Ομ. Ιλ. δ. «τέρμα κελεύθου διαμειψάμενος», Αισχύλ.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»