-
1 επινυκτερευω
(где-л.) проводить ночь, ночеватьἐᾶν ἐπινυκτερεῦσαι Plut. — оставить на ночь
-
2 ἐπινυκτερεύω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπινυκτερεύω
-
3 ἐπινυκτερεύω
ἐπι-νυκτερεύω, dabei übernachten, die Nacht bleiben -
4 επινυκτερεύσαι
-
5 ἐπινυκτερεῦσαι
См. также в других словарях:
επινυκτερεύω — ἐπινυκτερεύω (Α) περνώ κάπου τη νύχτα μου, διανυκτερεύω … Dictionary of Greek
ἐπινυκτερεῦσαι — ἐπινυκτερεύω pass the night at aor inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)