-
1 επινυκτερευω
(где-л.) проводить ночь, ночеватьἐᾶν ἐπινυκτερεῦσαι Plut. — оставить на ночь
См. также в других словарях:
επινυκτερεύω — ἐπινυκτερεύω (Α) περνώ κάπου τη νύχτα μου, διανυκτερεύω … Dictionary of Greek
ἐπινυκτερεῦσαι — ἐπινυκτερεύω pass the night at aor inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)