-
1 ἐπιβρέμω
A make to roar, τὸ δ' (sc. πῦρ)ἐπιβρέμει ἲς ἀνέμοιο Il.17.739
:—[voice] Med., roar, χείλεσιν δεινὸν ἐ. χελιδών (comicé) Ar.Ra. 680 (lyr.), cf.Opp.C.4.171.II. roar out, [ἐπ'] εὐάσμασι τοιάδ' ἐπιβρέμει E.Ba. 151
: abs., ring,οὔασιν ἠχή Musae.193
;στεροπῇσιν Q.S.14.458
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιβρέμω
-
2 ἐπιβρέμω
ἐπι-βρέμω: set roaring, Il. 17.739†.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἐπιβρέμω
-
3 επιβρέμει
-
4 ἐπιβρέμει
-
5 επέβρεμον
-
6 ἐπέβρεμον
-
7 επιβρεμέτω
-
8 ἐπιβρεμέτω
-
9 επιβρέμεται
-
10 ἐπιβρέμεται
-
11 επιβρέμοντες
-
12 ἐπιβρέμοντες
-
13 επέβρεμε
-
14 ἐπέβρεμε
-
15 επέβρεμεν
-
16 ἐπέβρεμεν
См. также в других словарях:
επιβρέμω — ἐπιβρέμω (Α) 1. κάνω κάτι να ηχεί («τὸ δ [τὸ πῡρ] ἐπιβρέμει ἲς ἀνέμοιο», Ομ. Ιλ.) 2. αντηχώ, βουίζω 3. κραυγάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + βρέμω «ηχώ»] … Dictionary of Greek
ἐπιβρέμει — ἐπιβρέμω make to roar pres ind mp 2nd sg ἐπιβρέμω make to roar pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπέβρεμον — ἐπιβρέμω make to roar imperf ind act 3rd pl ἐπιβρέμω make to roar imperf ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιβρεμέτω — ἐπιβρέμω make to roar pres imperat act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιβρέμεται — ἐπιβρέμω make to roar pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιβρέμοντες — ἐπιβρέμω make to roar pres part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπέβρεμε — ἐπιβρέμω make to roar imperf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπέβρεμεν — ἐπιβρέμω make to roar imperf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βρέμω — (Α) Ι. 1. (για τη θάλασσα ή τον άνεμο) ηχώ με πάταγο, βουίζω 2. αντηχώ 3. (για τα όπλα) παράγω κρότο 4. (για ανθρώπους) βρίσκομαι σε έξαψη, μανιάζω II. ( ομαι) 1. κλαίω, θρηνώ 2. (για μουσικό όργανο) αναδίδω ισχυρό ήχο 3. (για ζώα) βρυχιέμαι.… … Dictionary of Greek