-
1 στεροπήσιν
-
2 στεροπῇσιν
-
3 ἐπιβρέμω
A make to roar, τὸ δ' (sc. πῦρ)ἐπιβρέμει ἲς ἀνέμοιο Il.17.739
:—[voice] Med., roar, χείλεσιν δεινὸν ἐ. χελιδών (comicé) Ar.Ra. 680 (lyr.), cf.Opp.C.4.171.II. roar out, [ἐπ'] εὐάσμασι τοιάδ' ἐπιβρέμει E.Ba. 151
: abs., ring,οὔασιν ἠχή Musae.193
;στεροπῇσιν Q.S.14.458
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιβρέμω
См. также в других словарях:
στεροπῇσιν — στεροπή flash of lightning fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)