-
1 επευθυνω
(ῡν)1) направлять(σῶμα Xen.; δρόμον Plut.)
2) управлять(νομίσματα πύργινα Aesch.; τὰ κοινά Aeschin. - v. l. ἀπευθύνω)
3) наставлять, учить(τὸν νέον Plut.)
-
2 συνεπευθυνω
См. также в других словарях:
επευθύνω — ἐπευθύνω (Α) 1. οδηγώ σ ένα σημείο («ἐπευθύνειν γὰρ οὐχ ἱκανὴ τὸ σῶμα διὰ τὴν βραχύτητα» [για λαγωνικό], Ξεν.) 2. διευθύνω, διοικώ («πολίσματα πύργινα πάντ ἐπηύθυνον», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ευθύνω «κατευθύνω»] … Dictionary of Greek
ἐπευθῦναι — ἐπευθύνω guide aor inf act ἐπευθύνω guide aor inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπευθύνοντ' — ἐπευθύ̱νοντα , ἐπευθύνω guide pres part act neut nom/voc/acc pl ἐπευθύ̱νοντα , ἐπευθύνω guide pres part act masc acc sg ἐπευθύ̱νοντα , ἐπευθύνω guide pres part act neut nom/voc/acc pl ἐπευθύ̱νοντα , ἐπευθύνω guide pres part act masc acc sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπευθύνει — ἐπευθύ̱νει , ἐπευθύνω guide aor subj act 3rd sg (epic) ἐπευθύ̱νει , ἐπευθύνω guide pres ind mp 2nd sg ἐπευθύ̱νει , ἐπευθύνω guide pres ind act 3rd sg ἐπευθύ̱νει , ἐπευθύνω guide aor subj act 3rd sg (epic) ἐπευθύ̱νει , ἐπευθύνω guide pres ind mp… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπεύθυνον — ἐπεύθῡνον , ἐπευθύνω guide aor imperat act 2nd sg ἐπεύθῡνον , ἐπευθύνω guide aor imperat act 2nd sg ἐπεύθῡνον , ἐπευθύνω guide imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) ἐπεύθῡνον , ἐπευθύνω guide imperf ind act 1st sg (homeric ionic) ἐπεύθῡνον … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπευθύνοντα — ἐπευθύ̱νοντα , ἐπευθύνω guide pres part act neut nom/voc/acc pl ἐπευθύ̱νοντα , ἐπευθύνω guide pres part act masc acc sg ἐπευθύ̱νοντα , ἐπευθύνω guide pres part act neut nom/voc/acc pl ἐπευθύ̱νοντα , ἐπευθύνω guide pres part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπευθύνειν — ἐπευθύ̱νειν , ἐπευθύνω guide pres inf act (attic epic) ἐπευθύ̱νειν , ἐπευθύνω guide pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπευθύνοντο — ἐπευθύ̱νοντο , ἐπευθύνω guide imperf ind mp 3rd pl (homeric ionic) ἐπευθύ̱νοντο , ἐπευθύνω guide imperf ind mp 3rd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπευθύνουσα — ἐπευθύ̱νουσα , ἐπευθύνω guide pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) ἐπευθύ̱νουσα , ἐπευθύνω guide pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπευθύνουσαν — ἐπευθύ̱νουσαν , ἐπευθύνω guide pres part act fem acc sg (attic epic doric ionic) ἐπευθύ̱νουσαν , ἐπευθύνω guide pres part act fem acc sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπευθύνων — ἐπευθύ̱νων , ἐπευθύνω guide pres part act masc nom sg ἐπευθύ̱νων , ἐπευθύνω guide pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)