-
1 συνεπευθυνω
См. также в других словарях:
συνεπευθύνω — Α διευθύνω ή οδηγώ κάποιον ή κάτι και εγώ επίσης («θεοῡ συμπαρόντος καὶ συνεπευθύνοντος ἀρχὰς μεγάλων πραγμάτων», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐπευθύνω «οδηγώ σ ένα σημείο, διευθύνω, διοικώ»] … Dictionary of Greek