-
1 επεσβολος
2[ἔπος]1) невоздержный на язык, сыплющий оскорблениями, изрыгающий хулу(λωβητήρ Hom.)
2) колкий, язвительный(ἦχος ἀοιδῆς Anth.)
См. также в других словарях:
επεσβόλος — ἐπεσβόλος, ον (Α) 1. φλύαρος, αθυρόστομος («ὅς τὸν λωβητῆρα ἐπεσβόλον ἔσχ ἀγοράων», Ομ. Ιλ.) 2. υβριστικός («νεῑκος ἐπεσβόλον»). [ΕΤΥΜΟΛ. < έπεσ (θ. τού τ. έπος) + βόλος (< βάλλω)] … Dictionary of Greek