-
1 επεσβολος
2[ἔπος]1) невоздержный на язык, сыплющий оскорблениями, изрыгающий хулу(λωβητήρ Hom.)
2) колкий, язвительный(ἦχος ἀοιδῆς Anth.)
-
2 λωβητηρ
- ῆρος ὅ1) ругатель, хулитель(ἐπεσβόλος Hom.)
2) гибель, пагуба(λωβητῆρες Ἐρινύες Soph.)
3) негодяйἔρρετε, λωβητῆρες! Hom. — прочь, негодяи!
См. также в других словарях:
επεσβόλος — ἐπεσβόλος, ον (Α) 1. φλύαρος, αθυρόστομος («ὅς τὸν λωβητῆρα ἐπεσβόλον ἔσχ ἀγοράων», Ομ. Ιλ.) 2. υβριστικός («νεῑκος ἐπεσβόλον»). [ΕΤΥΜΟΛ. < έπεσ (θ. τού τ. έπος) + βόλος (< βάλλω)] … Dictionary of Greek
ἐπεσβόλος — throwing words about masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπεσβόλον — ἐπεσβόλος throwing words about masc/fem acc sg ἐπεσβόλος throwing words about neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπεσβολώτατος — ἐπεσβόλος throwing words about masc nom superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπεσβόλε — ἐπεσβόλος throwing words about masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπεσβόλοι — ἐπεσβόλος throwing words about masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπεσβόλοις — ἐπεσβόλος throwing words about masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπεσβόλου — ἐπεσβόλος throwing words about masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπεσβόλους — ἐπεσβόλος throwing words about masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επεσβολία — ἐπεσβολία, η (Α) [επεσβόλος] λοιδορία … Dictionary of Greek