-
1 ηγητης
-
2 εισηγητης
-
3 εξηγητης
- οῦ ὅ1) руководитель, наставникἐ. πρηγμάτων ἀγαθῶν Her. — подающий благие советы
2) виновник(τῆς πάσης κακοηθείας Aeschin.; ἁπάντων τούτων Dem.)
3) (ис)толкователь(τεράτων καὴ ἐνυπνίων Her.; ὁσίων καὴ ἱερῶν Plut.)
4) эксегет (официальное лицо в Афинах, ведавшее вопросами культовых обрядов; единовременно эксегетов было трое) Plat., Isae., Dem. -
4 καθηγητης
-
5 περιηγητης
-
6 προηγητης
-
7 υφηγητης
- οῦ ὅ предводитель, руководитель, вождьὡς ὑφηγητοῦ τινος Soph. — словно ведомый какой-то силой;
ἐχρήσατο Ἰσαίῳ πρὸς τὸν λόγον ὑφηγητῇ Plut. — (Демосфен) учился красноречию у Исея
См. также в других словарях:
ηγητής — ἡγητής, ὁ (Α) [ηγούμαι] καθοδηγητής, οδηγός … Dictionary of Greek
ἡγητής — ἡγητήρ a guide masc nom sg ἡγητής a guide masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡγητ' — ἡγητά̱ , ἡγητήρ a guide masc nom/voc/acc dual ἡγητά , ἡγητήρ a guide masc voc sg ἡγητά , ἡγητήρ a guide masc nom sg (epic) ἡγηταί , ἡγητήρ a guide masc nom/voc pl ἡγητά̱ , ἡγητής a guide masc nom/voc/acc dual ἡγητά , ἡγητής a guide masc voc sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ηγητικός — ἡγητικός, δωρ. τ. ἁγητικός, ή, όν (Α) [ηγητής] ηγετικός, αυταρχικός, καθοδηγητικός … Dictionary of Greek
ηγούμαι — (AM ἡγοῡμαι, έομαι, Α δωρ. τ. ἁγοῡμαι) 1. είμαι οδηγός, προπορεύομαι, προηγούμαι, δείχνω τον δρόμο («ὥς εἰπών ἡγεῑθ , ἡ δ ἕσπετο Παλλάς Ἀθήνη», Ομ. Οδ.) 2. είμαι αρχηγός, προΐσταμαι, διευθύνω πρωτοστατώ («ηγούμαι τής επαναστάσεως») 3. (μτχ. ενεστ … Dictionary of Greek
ἡγητέα — ἡγητέον one must lead neut nom/voc/acc pl ἡγητέον one must lead neut nom/voc/acc pl ἡγητέᾱ , ἡγητέον one must lead fem nom/voc/acc dual ἡγητέᾱ , ἡγητέον one must lead fem nom/voc sg (attic doric aeolic) ἡγητήρ a guide masc acc sg (epic ionic)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡγητήν — ἡγητήρ a guide masc acc sg (attic epic ionic) ἡγητής a guide masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡγητῶν — ἡγητήρ a guide masc gen pl ἡγητής a guide masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)