-
1 εξηγητης
- οῦ ὅ1) руководитель, наставникἐ. πρηγμάτων ἀγαθῶν Her. — подающий благие советы
2) виновник(τῆς πάσης κακοηθείας Aeschin.; ἁπάντων τούτων Dem.)
3) (ис)толкователь(τεράτων καὴ ἐνυπνίων Her.; ὁσίων καὴ ἱερῶν Plut.)
4) эксегет (официальное лицо в Афинах, ведавшее вопросами культовых обрядов; единовременно эксегетов было трое) Plat., Isae., Dem. -
2 εξηγητής
ο толкователь -
3 Αλεξανδρος
ὅ Александр1) второе имя Париса, сына Приама Hom., Her., Xen.2) тиранн г. Феры в Фессалии с 370 г. по 357 г. до н.э. Plut.3) Ἀ. I Македонский, сын Аминта, ум. в 454 г. до н.э. Hes.4) Ἀ. II Македонский, сын предыдущего, царств. с 369 г. по 368 г. до н.э. Plut.5) Ἀ. III Македонский, - «Великий», сын Филиппа, родился в 356 г. до н.э., царств, с 336 г. по 323 г. до н.э. Plut., Luc.6) по прозвищу Λυγκεστής, зять Антипатра, приближенный Александра III Plut.7) Ἀ. I Сирийский, по прозвищу Βάλας, царств. с 150 г. по 147 г. до н.э. Polyb.8) родом из Афродисии в Карии, по прозвищу Ἐξηγητής, греч. ученый, автор комментария к Аристотелю
См. также в других словарях:
ἐξηγητής — one who leads on masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εξηγητής — ο (AM ἐξηγητής) [εξηγώ] ερμηνευτής («εξηγητής τών Γραφών») αρχ. 1. σύμβουλος, εισηγητής («ἐξηγητὴς γίνεται πρηγμάτων ἀγαθῶν», Ηρόδ.) 2. σχολιαστής («τὰ ὠβελισμένα οὐδενὶ τῶν ἐξηγητῶν ἔδοξε Θουκυδίδου εἶναι») 3. ξεναγός … Dictionary of Greek
εξηγητής — ο που εξηγεί κάτι και ιδίως δύσκολα κείμενα, ερμηνευτής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
οὑξηγητής — ἐξηγητής , ἐξηγητής one who leads on masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξηγηταῖς — ἐξηγητής one who leads on masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξηγηταί — ἐξηγητής one who leads on masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξηγητοῦ — ἐξηγητής one who leads on masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξηγητῇ — ἐξηγητής one who leads on masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξηγητήν — ἐξηγητής one who leads on masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξηγητῶν — ἐξηγητής one who leads on masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξηγητά — ἐξηγητά̱ , ἐξηγητής one who leads on masc nom/voc/acc dual ἐξηγητής one who leads on masc voc sg ἐξηγητής one who leads on masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)