-
1 ἐξέφηβος
ἐξέφηβος, ὁ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐξέφηβος
-
2 ἐξέφηβος
ἐξ-έφ-ηβος, ὁ, der über das Alter des ἔφηβος hinaus ist, Censorin
См. также в других словарях:
ήβη — I Αρχαιοελληνική θεότητα. Ήταν κόρη του Δία και της Ήρας. Σύμφωνα με τον μύθο, οι Αθάνατοι την πάντρεψαν με τον Ηρακλή μετά την αποθέωσή του. Προσωποποίηση της νεότητας, είχε τα καθήκοντα της οινοχόου των θεών και ιδιαίτερης θεραπαινίδας της Ήρας … Dictionary of Greek