-
1 ενδεως
недостаточно(γνῶναί τι Thuc.)
ἐνδεεστέρως ἢ προσῆκεν Dem. — меньше, чем следовало;ἐ. πράττειν τοῖς ἰδίοις Plut. — нуждаться, бедствовать -
2 επιδεως
-
3 περιδεως
-
4 ψοφοδεως
боязливо, со страхом(ἐγκαταλιπεῖν τι Plut.)
См. также в других словарях:
АРЕТЕ — ΑΡΕΤΕ (греч. αρετή) термин греческой философии, переводимый обычно как “добродетель”, что, однако, не отражает исходного значения арете “собранность, слаженность, пригодность” (тот же корень в слове “гармония”; ср. у Diog. L. VIII 33… … Философская энциклопедия
Σεμέλη — I Αρχαία ελληνική θεότητα, χθόνιας φύσης. Θρακικής πιθανόν καταγωγής, στην Ελλάδα συσχετίστηκε με τη λατρεία του Διονύσου και κατά τη θηβαϊκή παράδοση θεωρήθηκε κόρη του ιδρυτή των Θηβών Κάδμου και της Αρμονίας. Ήταν ερωμένη του Δία και απ’ αυτόν … Dictionary of Greek
Τυδέως — Τῡδέω̆ς , Τυδεύς Tydeus masc gen sg Τῡδέως , Τυδεύς Tydeus masc nom sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁδέως — ἁ̱δέως , ἡδύς pleasant adverbial (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)