-
1 ενδεως
недостаточно(γνῶναί τι Thuc.)
ἐνδεεστέρως ἢ προσῆκεν Dem. — меньше, чем следовало;ἐ. πράττειν τοῖς ἰδίοις Plut. — нуждаться, бедствовать -
2 ενδεεστερως
compar. к ἐνδεῶς См. ενδεως -
3 μων
[из μέ οὖν] (вопросит. частица, рассчитанная на отрицат. ответ) да разве, неужели(μ. ἄλγος ἴσχεις; Soph.; μ. τί σε ἀδικεῖ ὅ Πρωταγόρας; Plat.)
μ. μέ δοκεῖ ἐνδεῶς λελέχθαι ; Plat. — разве не кажется, что сказано недостаточно?
См. также в других словарях:
ἐνδεῶς — ἐνδεής wanting adverbial (attic epic doric) ἐνδεῶς indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεχρημένως — (Α) επίρρ. ενδεώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεχρημένος (μτχ. τού παρακμ. [με σημ. ενεστ.] κέχρημαι «έχω ανάγκη από κάτι» τού χρῶμαι)] … Dictionary of Greek
κρουσιμετρώ — (Α κρουσιμετρῶ, έω) [κρουσιμέτρης] νεοελλ. εξετάζω το έδαφος με χτύπημα για να βρω υπόγεια φλέβα νερού αρχ. εξαπατώ κατά το ζύγισμα τού σίτου χτυπώντας τη ζυγαριά («κρουσιμετρεῑν, ἐλλιπῶς μετρεῑν καὶ ἐνδεῶς», Ησύχ.) … Dictionary of Greek
τετώμενοι — Α (κατά τον Ησύχ.) «ὑστερούμενοι, ἐνδεῶς ἔχοντες» … Dictionary of Greek