Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

ἐνδεῶς

См. также в других словарях:

  • ἐνδεῶς — ἐνδεής wanting adverbial (attic epic doric) ἐνδεῶς indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεχρημένως — (Α) επίρρ. ενδεώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεχρημένος (μτχ. τού παρακμ. [με σημ. ενεστ.] κέχρημαι «έχω ανάγκη από κάτι» τού χρῶμαι)] …   Dictionary of Greek

  • κρουσιμετρώ — (Α κρουσιμετρῶ, έω) [κρουσιμέτρης] νεοελλ. εξετάζω το έδαφος με χτύπημα για να βρω υπόγεια φλέβα νερού αρχ. εξαπατώ κατά το ζύγισμα τού σίτου χτυπώντας τη ζυγαριά («κρουσιμετρεῑν, ἐλλιπῶς μετρεῑν καὶ ἐνδεῶς», Ησύχ.) …   Dictionary of Greek

  • τετώμενοι — Α (κατά τον Ησύχ.) «ὑστερούμενοι, ἐνδεῶς ἔχοντες» …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»