Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἐνθουσιώδης

См. также в других словарях:

  • ἐνθουσιώδης — ecstatic masc/fem acc pl (attic epic doric) ἐνθουσιώδης ecstatic masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) ἐνθουσιώδης ecstatic masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ενθουσιώδης — ες (AM ἐνθουσιώδης, ες) [ενθουσιάζω] 1. ο γεμάτος ενθουσιασμό («οι ενθουσιώδεις κραυγές τού πλήθους») 2. αυτός που ενθουσιάζεται εύκολα («ενθουσιώδης νεολαία, άνθρωπος, τύπος» κ.λπ.) 3. αυτός που εμπνέεται από ενθουσιασμό. επίρρ... ενθουσιωδώς με …   Dictionary of Greek

  • ενθουσιώδης, -ης, -ες — γεν. ους, αιτ. η, πληθ. ουδ. η 1. ο γεμάτος ενθουσιασμό, έξαλλος από ενθουσιασμό: Οι κραυγές του πλήθους ήταν ενθουσιώδεις. 2. που εύκολα ενθουσιάζεται: Η νεολαία είναι ενθουσιώδης. 3. που εμπνέεται από ενθουσιασμό: Ο ενθουσιώδης λόγος του… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐνθουσιώδη — ἐνθουσιώδης ecstatic neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἐνθουσιώδης ecstatic masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἐνθουσιώδης ecstatic masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνθουσιῶδες — ἐνθουσιώδης ecstatic masc/fem voc sg ἐνθουσιώδης ecstatic neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνθουσιώδεις — ἐνθουσιώδης ecstatic masc/fem acc pl ἐνθουσιώδης ecstatic masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνθουσιωδῶς — ἐνθουσιώδης ecstatic adverbial (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνθουσιώδους — ἐνθουσιώδης ecstatic masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σπανούδη, Σοφία — Ελληνίδα μουσικολόγος, μουσικοκριτικός και πιανίστα (Κωνσταντινούπολη 1879 Αθήνα 1952). Γόνος παλιάς φαναριώτικης οικογένειας (ο πατέρας της Σταύρος Ιωαννίδης ήταν αντιπρόσωπος των Πατριαρχείων στην Υψηλή Πύλη), μετά την αποφοίτηση της από τη… …   Dictionary of Greek

  • MAEMACTES — Graece Μαιμάκτης: Sic enim Iuppiter Athenis dictus est, quasi furiosus et turbulentus; a verbo μαιμάσσειν vel μαιμάζειν, quod inter cetera strepere est, turbari, tumultuari. Suidas, Μαιμάζει, σφύζει, προθυμε̑ι, κυματοῦται, πηδᾷ, καχλάζει,… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • -ώδης — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων τής Αρχαίας Ελληνικής, που ανάγεται στο θέμα οδ τού ρήματος ὄζω* «έχω μυρωδιά, μυρίζω», με έκταση λόγω συνθέσεως. Η αρχική σημασία, ωστόσο, τού β συνθετικού διατηρείται σε ελάχιστα επίθετα στα οποία η σημασία τού α… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»