-
1 ενδεχομένου
-
2 ἐνδεχομένου
-
3 προϋφίσταμαι
A- ϋποστήσομαι A.D.Synt.14.12
:— presuppose, Phld.Sign.16: but usu. in [tense] aor. 2 and [tense] pf. [voice] Act., exist before, LXX Wi. 19.7, Plu.2.636d, etc.;προϋφεστῶσα γνῶσις A.D.Pron.7.2
; τὰ προϋφεστῶτα antecedents, Aen.Gaz.Thphr.p.43B.;π. ἔν τινι Dam.Pr.23
;ἀριθμὸν -στάντα ἐν τῇ τοῦ θεοῦ διανοίᾳ Nicom.Ar.1.6
: c. gen., f;τὸ ὁλόκληρον π. παντὸς πεπονθότος A.D.Synt.142.25
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προϋφίσταμαι
-
4 ἐνδέχομαι
II accept, admit, approve,τὸν λόγον Id.1.60
;τοὺς λόγους Id.5.92
.a/, 96, al., Ar.Eq. 632;τὰ λεγόμενα Th.3.82
;τὴν συμβουλίην Hdt.7.51
;διαβολάς Id.3.80
; ἀπόστασιν, = τὸν περὶ ἀποστάσιος λόγον, ib. 128; so ἐ. [ τὴν τοῦ Ἀλκιβιάδου κάθοδον] Th.8.50.2 in Hdt. freq. give ear to, believe, mostly with a neg.,ἀρχὴν.. οὐδὲ ἐ. τὸν λόγον 5.106
;τοῦτο δὲ οὐκ ἐ. ὰρχήν 4.25
, cf. 3.73, 7.237: c. inf., believe that..,οὐ γὰρ ἔγωγε ἐ. Ἠριδανόν τινα καλέεσθαι ποταμόν 3.115
.3 abs., give ear, attend,σὺ δ' ἐνδέχου E.Andr. 1238
, cf. Pl.Cra. 428b; περί τινος οὐδ' ὁπωσοῦν ἐ. refuse to hear a word about it, Th.7.49.III of things, admit, allow of, ; μεταβολήν, ἀλλοίωσιν ἐ., Pl.Phd. 78d; καθ' ὅσον φύσις ἐνδέχεται, quantum recipit humana condicio, Id.Ti. 69a, cf. Sph. 254c: c. inf., τὸ ναυτικὸν.. οὐκ ἐνδέχεται ἐκ παρέργου μελετᾶσθαι does not admit of being practised, Th.1.142, cf. Pl.Ti.9cc, Lg. 834d; .2 abs., to be possible,ἃ πολλὰ ἐνδέχεται Th.4.18
; ἐὰν ἐνδεχόμενον ᾖ if it be possible, PGrenf.2.14.4 (iii B. C.); freq. in Arist., APr. 25a38, al.;ἐνδέχεσθαι ἢ εἶναι οὐδὲν διαφέρει ἐν τοῖς ἀιδίοις Ph. 203b30
;ἐ. μέν, οὐ μὴν ἀναγκαῖον Pol. 1275b6
: esp. in part. ἐνδεχόμενος, η, ον, possible, ἐκ τῶν ἐνδεχομένων by all possible means, X.Mem.3.9.4, D.S.1.54;αἱ ἐ. τιμωρίαι Lycurg. 119
;τὴν ἐ. ἀϊδιότητα Jul.Or.4.157b
; εἰς τὸ ἐ. so far as possible, Hyp.Epit.41; and freq. in Arist.,τὸ ἐ. ἀληθές Metaph. 1009b34
;τῆς ἐ. αὐτοῖς εὐδαιμονίας μετέχειν Pol. 1325a10
; ζωῆς τῆς ἐ. ἀρίστης ib. 1328a36, al.: freq. c. inf., τὰ ἐ. καὶ εἶναι καὶ μὴ εἶναι contingent events, GA 731b25, cf. Metaph. 1050b11;τὰ ἐ. ἄλλως ἔχειν EN 1134b31
, al.; τὰ μὴ ἐ. αὐτῷ πρᾶξαι ib. 1140a32, al.3 ἐνδέχεται impers., it admits of being, it is possible that.., c. acc. et inf., Th.1.124, 140, etc.; εἴπερ ἐνεδεχετο (sc. γράφειν) D.18.239;καθ' ὅσον ἐνδέχεται Pl. Phdr. 271c
; εἰς ὅσον ἐ. Id.R. 501c; ὅσα ἐ. Arist.Rh. 1354a32; μέχρι οὗ ἐ. ib. 1355b13;ὡς ἐ. μάλιστα Plb.3.49.1
: acc. abs., ὥσπερ ἐνδεχόμενον εἶναι, = ὥσπερ εἰ ἐνδέχοιτο, Arist.GA 765b23: gen. abs., ἐνδεχομένου where possible, Id.PA 683a20.b c. dat. pers., it is allowed, X.Hier.4.9, D.29.50.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐνδέχομαι
См. также в других словарях:
ἐνδεχομένου — ἐνδέχομαι take upon oneself pres part mp masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμέλεια — Η παράβλεψη, η έλλειψη προσοχής, η ενέργεια από απροσεξία. (Νομ.) Σύμφωνα με το δίκαιο, θεωρείται γενικά α. κάθε παράλειψη της απαιτούμενης επιμέλειας κατά τις συναλλαγές (άρθρο 330 Α.Κ.). Αυτός που δεν δείχνει την προσοχή που απαιτείται, δεν… … Dictionary of Greek
αν — (I) ἄν (Α) (επ. αιολ. και θεσσ. κε(ν), δωρ. και βοιωτ. κα) δυνητ. μόριο που χρησιμοποιείται με ρήματα, για να δηλώσει ότι κάτι υπάρχει ή συμβαίνει υπό ορισμένες περιστάσεις ή προϋποθέσεις παρουσιάζει ποικίλη χρήση και γι αυτό δεν είναι δυνατόν να … Dictionary of Greek
δόλος — Νομικός όρος που στο αστικό δίκαιο συνιστά, μαζί με την αμέλεια, την υπαιτιότητα (πταίσμα), όπου απαιτείται για τη στοιχειοθέτηση ευθύνης αποζημίωσης. Αυτό μπορεί να συμβεί σε περίπτωση αθέτησης συμβατικών υποχρεώσεων ή πρόκλησης παράνομης ζημίας … Dictionary of Greek
μαύρος — Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Μ. ο μάρτυς. Η μνήμη του τιμάται την 1η Μαΐου. 2. Τον σκότωσαν με σπαθί μαζί με άλλους στρατιώτες. Η μνήμη του τιμάται στις 30 Ιανουαρίου. 3. Γιος του μάρτυρα Κλαυδίου και της Ιλαρίας. Μαρτύρησε, μαζί … Dictionary of Greek
νώτο — το (ΑΜ νῶτον, τό, Α και νῶτος, ό) (κυρίως στον πληθ.) τα νώτα και, αρχ., oἱ νῶτοι η ραχιαία επιφάνεια τού κορμού τού ανθρώπου και τών ζώων, η ράχη, η πλάτη νεοελλ. 1. στον πληθ. στρατ. τα πίσω τμήματα τής γραμμής τού μετώπου, τα μετόπισθεν 2. φρ … Dictionary of Greek
συνασπισμός — ο, ΝΜΑ [συνασπίζω] στενή συνεργασία, συμμαχία πολλών ατόμων μαζί, για την από κοινού ανάληψη μιας ενέργειας αλλά και για την επίτευξη κοινών στρατιωτικών, πολιτικών ή άλλων σκοπών νεοελλ. 1. η ομάδα τών ατόμων, ομάδων ή κρατών που συνασπίζονται… … Dictionary of Greek
τελολογία — Φιλοσοφική θεωρία κατά την οποία ο λόγος ύπαρξης όλων των πραγμάτων ταυτίζεται με τον σκοπό (τέλος) προς τον οποίο κατευθύνονται. Σύμφωνα με μια περίφημη ανάλυση του Καντ, η ύπαρξη των πραγμάτων μπορεί να θεωρηθεί ότι υπόκειται σε δύο κατηγορίες… … Dictionary of Greek
Κρίπκε, Σαούλ Άαρον — (Saul Aaron Kripke, 1940 –). Αμερικανός φιλόσοφος. Καθηγητής της φιλοσοφίας στο πανεπιστήμιο Πρίνστον από το 1977, δίδαξε επίσης στα πανεπιστήμια Χάρβαρντ και στο Ροκφέλερ, ενώ διετέλεσε επισκέπτης καθηγητής στα πανεπιστήμια Κολούμπια, Κορνέλ και … Dictionary of Greek
λιθιάσεις — Παθολογικές καταστάσεις που προκαλούνται σε διάφορα όργανα του ανθρώπινου σώματος εξαιτίας της παρουσίας λίθων. Οι λίθοι (πέτρες) είναι στερεά σώματα, τα οποία σχηματίζονται στους εκφορητικούς πόρους των αδένων ή σε κοίλα όργανα εξαιτίας… … Dictionary of Greek
παιδαγωγική — Μελέτη του προβλήματος της εκπαίδευσης και επιστήμη της αγωγής. Από εμπειρική και στοιχειώδη σκέψη, κλεισμένη στις διαστάσεις της φυσικής εκπαίδευσης και οπωσδήποτε συνδεδεμένη με την έννοια και με την πράξη της διδασκαλίας ως τέχνης, η π.… … Dictionary of Greek